Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Η ιστορία του. Κεφάλαιο 4. Πληθυσμιακά.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 

     ΔΙΑΦΟΡΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΑΠΟ ΑΡΧΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1698 μ. Χ.


     1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ


     Τώρα που είδαμε περιληπτικά μερικά σπουδαία ιστορικά γεγονότα που επηρέασαν την πορεία και την εξέλιξη της χώρας μας και αφού «φρεσκάραμε» την μνήμη μας καιρός είναι νομίζουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στο μικρό αυτό κομμάτι της Γορτυνιακής γης το οποίο αντιπροσωπεύεται από το όνομα Καλλιάνι.  
     Έτσι λοιπόν  από το κεφάλαιο τούτο ξεκινάει και ο κύριος στόχος για τον οποίο έγινε και η συγγραφή της εργασίας αυτής. Η παρουσίαση των γεγονότων και εδώ ακολουθούν την διαδρομή τους σύμφωνα με τον χρόνο. Η μόνη διαφορά είναι ότι εδώ δεν διακρίνουμε πολλές περιόδους εποχών. Η διαφορά αυτή προέκυψε σύμφωνα με την τακτοποίηση των στοιχείων και των έγγραφων αναφορών που υπάρχουν. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, για την οικιστική και πληθυσμιακή καταγραφή του Καλλιανίου και γενικότερα της ευρύτερης με αυτό περιοχής που εξετάζουμε εδώ, διακρίνουμε δύο βασικές περιόδους.

     2. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΑΣ


     Α. ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ΑΠΟ ΑΡΧΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 537 μ. Χ.)


     Στην πρώτη περίοδο, που εξετάζουμε εδώ, τρεις είναι οι βασικές πηγές από όπου αντλήσαμε μερικά ενδεικτικά στοιχεία για την ιστορία και την γεωγραφία, καθώς επίσης και για την πληθυσμιακή ενέργεια της περιοχής μας. Οι πηγές αυτές, είναι από τα σωζόμενα έργα που έχουμε κληρονομήσει, μέχρι τώρα από τον Όμηρο, τον Στράβωνα και τον Παυσανία. Αλλά ας αφήσουμε τους ιδίους, που είδαν από κοντά ή άκουσαν, να μας εξιστορήσουν τα γεγονότα των εποχών εκείνων.

     1. ΟΜΗΡΟΣ


     Σύγχρονοι αλλά και λίγο παλαιότεροι, Ιστορικοί και Ιστορικογεωγράφοι, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «είναι εξαιρετικά επικίνδυνο» να προσπαθήσουμε να χρησιμοποιήσουμε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια σαν γεωγραφικές πηγές. Πολλοί στο μακρινό παρελθόν είχαν διαψευσθεί ψάχνοντας για κάποιες χώρες και μακρινούς τόπους που αναφερόντουσαν στα δύο αυτά επικά ποιήματα του Ομήρου. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι τα γεγονότα που περιγράφουν τα δύο αυτά θαυμαστά έργα του Μεγάλου Όμηρου διαδραματίστηκαν γύρω στο 1180 π. Χ. Σε αυτό συμφωνούν και οι απόψεις σύγχρονων ιστορικών, και η παράδοση. Ο ίδιος ο ποιητής, τον οποίο η ιστορική έρευνα, θέλει να έχει ζήση τον δεύτερο μισό του 8ου π. Χ. αιώνα, μας αφηγείται και περιγράφει γεγονότα που τον χωρίζουν κάπου 400 χρόνια.
     Σύμφωνα με τα ανωτέρω θα πρέπει να δεχτούμε ότι τα λεγόμενα του Ομήρου είναι μερικώς ανακρίβειες. Πάντως μέσα σε αυτά τα σπουδαία που κληρονομήσαμε διακρίνουμε και πολλά από τα οποία, και αληθινά είναι, και η σύγχρονη ιστορική μελέτη αποδέχεται. Λέγεται δε ότι: «….έπειτα επεσκέφθη [σ.σ διάφορα μέρη] και, εν Πελοποννήσω, την Σικυώνα, την Κόρινθον, το Άργος, τας Μυκήνας, και την Λακεδαίμονα. Τας τρείς άλλας πολιτείας της Πελοποννήσου, τας υπ’ αυτού μνημονευόμενας, ......, γνωρίζει μόνον εξ ακουσμάτων, διότι οι περί των χωρών τούτων ειδήσεις αυτού είναι τοσούτον αόριστοι και συγκεχυμέναι, ώστε βέβαιον φαίνεται ότι δεν διέτριψε αυτόθι….». (Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Α’. Σελ. 35 ).
     Ποιες όμως να ήταν οι «τρεις άλλες πολιτείες» που μνημονεύει ο μεγάλος ποιητής;.
     Εδώ θα προσπαθήσουμε, να ανιχνεύσουμε κάποια στοιχεία, ίχνη τουλάχιστον, οικισμών για την περιοχή που εξετάζουμε. Γιατί έστω και «δι’ ακουσμάτων», κάπου πρέπει να υπάρχουν ίχνη αλήθειας.
     Συγκεκριμένα ο μεγάλος ποιητής στην Ραψωδία Β’ και στην προετοιμασία που κάνει το Ελληνικό στρατόπεδο για την επακολουθήσασα μάχη, βρίσκει την ευκαιρία και μας δίνει την δύναμη του Ελληνικού και του Τρωικού στρατού. Εκεί περιγράφονται οι διάφορες πόλεις - κράτη που ακολούθησαν τον αρχηγό των Ελληνικών φύλων, Μυκηναΐο Αγαμέμνονα, σε αυτήν την εκστρατεία. Συγκεκριμένα στη Ραψωδία Β’ και στους στίχους 663 - 614 αναφέρει: «…..Μετά οι Αρκάδες απ’ τις χώρες των βουνών της Κυλλήνης, στην κορυφή των οποίων ήταν θαμμένος ο Αιπύτιος, όπου οι άνδρες μάχονταν στήθος με στήθος, από τον Φενεό, τον Ορχομενό με τα πολλά πρόβατα, από τη Ρίπη την Στρατία και την ανεμοδαρμένη Ενίσπη, από την Τεγέα και την όμορφη Μαντίνεια, από τη Στύμφηλο και την Παρασία είχαν αρχηγό τους τον βασιλιά Αγαπήνορα, γιό του Αγκαίου, και είχον εξήντα πλοία, το καθένα γεμάτο από έμπειρους Αρκάδες πολεμιστές. Ο Αγαμέμνονας, ο βασιλιάς, είχε δώσει ο ίδιος στον Αγαπήνορα τα γεροφτιαγμένα αυτά πλοία για να διασχίσουν την αφρισμένη θάλασσα με ασφάλεια, επειδή αυτοί δεν κατείχαν τα θαλασσινά έργα»....(Ομήρου Ιλιάς Ραψωδίες Α - Δ Μετάφραση Παναγιώτη Γιαννακόπουλου σελ. 113 Εκδ. Κάκτος).
     Σίγουρα όμως αυτοί δεν ήταν οι μοναδικοί Αρκάδες που είχαν ξεκινήσει για την μεγάλη αυτή εκστρατεία. Όπως μας πληροφορεί ο ίδιος, η ρήξη που επήλθε μεταξύ του Τευθίδος και του Αγαμέμνονα, όταν ο Ελληνικός στρατός προετοιμαζόταν στην Αυλίδα για τον απόπλου, και επειδή δεν φύσαγε ευνοϊκός άνεμος, ο Τευθίς απέσυρε τους υπό αυτόν στρατιώτες και γύρισαν στην πόλη τους. Στον δρόμο λέγεται (από τον Παυσανία) ότι τραυμάτισε την μεταμφιεσμένη Αθηνά, στον μηρό και λόγω της βέβηλης αυτής πράξης του πέθανε μετά από λίγο καιρό.
    Αλλά εμείς ας επανέλθουμε στις τρεις αυτές πολιτείες, τις οποίες μας πρωτοαναφέρει ο Όμηρος, με τις οποίες έχουν ασχοληθεί και διάφοροι άλλοι ιστορικοί στο παρελθόν. Τέτοιοι ιστορικοί είναι ο ιστορικό-γεωγράφος Στράβων και ο περιηγητής Παυσανίας. Αποσπάσματα από τα έργα των οποίων θα δούμε στην συνέχεια του παρόντος.
    Οι σύγχρονοι Ιστορικοί έχουν ταυτίσει μια εξ αυτών των πόλεων, και συγκεκριμένα της Ενίσπης με το σημερινό χωριό Δήμητρα. Αλλά όπως και στις περισσότερες περιπτώσεις, όταν τα πράγματα δεν είναι καταφανή, οι απόψεις των σύγχρονων ιστορικών, διίστανται, όπως συμβαίνει και εδώ. Κάποιοι άλλοι τοποθετούν την πολιτεία αυτή κοντά στο χωριό Καρβούνι βόρεια της Καμενίτσας.
    Επιμένoυμε ίσως, στην αναφορά αυτή του Ομήρου και προσπαθούμε να μαντέψουμε την πιθανή τους τοποθεσία. Ο λόγος που το κάνουμε αυτό, είναι γιατί οι επόμενοι περιηγητές, (Στράβων και Παυσανίας, που θα τους δούμε στην συνέχεια), αναφέρονται στις τρεις αυτές Ομηρικές πόλεις. Βέβαια όπως οι ίδιοι θα μας πούνε στο σχετικό εδάφιο του παρόντος οι τρεις αυτές πολιτείες δεν υπήρχαν επί των ημερών τους αλλά επειδή οι ίδιοι οι περιηγητές τοποθετούν τις πολιτείες αυτές σαν «νησιά» τα οποία ευρίσκονταν, καθώς οι ίδιοι μας λένε, στην κοίτη του ποταμού Λάδωνα μας εξάπτει την φαντασία. Ο Λάδωνας που πολλά έχουν γραφτεί στο απώτερο παρελθόν, ο οποίος ως γνωστόν βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με την ευρύτερη περιοχή του Καλλιανίου θα μας απασχολήσει αρκετά στα επόμενα.
     Δυο ακόμα βασικοί λόγοι μου μας αναγκάζουν να ανατρέξουμε τόσο βαθιά μέσα στον χρόνο και να μαντέψουμε κάποια οικιστική ενέργεια στην περιοχή μας είναι για κάποιο τοπωνύμιο που παραμένει ακόμα στο Καλλιάνι. Συγκεκριμένα πρόκειται για το «Νησί». Με την έκφραση αυτή προσδιορίζουμε την περιοχή μετά του Κόκλα και περιέχεται μεταξύ Μούσγας και Ρακοβουνίου. Μας μεταφέρθηκε από τους παλαιότερους Καλλιαναίους, ότι εκεί υπήρχε και ειδικός χώρος κάτι σαν μόλος όπου πιθανόν έδεναν τα καράβια (;), οι παλαιότεροι κάτοικοι της περιοχής. Δεν είναι μόνον οι Καλλιαναίοι που υποστηρίζουν την ύπαρξη κάποιων τέτοιων εργαλείων, απαραίτητα για την πρόσδεση των πλωτών μέσων, μερικές ακόμα καταγραφές για το εν λόγω θέμα θα μας δοθεί η ευκαιρία να καταγράψουμε στην συνέχεια του παρόντος στο οικείο κεφάλαιο «ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ», που θα ακολουθήσει. Για την περιοχή αυτή υπάρχει και μια δεύτερη νεώτερη εκδοχή, για το πως μπορεί να πήρε το όνομα της αυτό, αλλά και αυτό θα το δούμε στην συνέχεια.
     Την σύνδεση των τριών Ομηρικών πόλεων και του δικού μας «Νησιού» θα την δούμε επίσης αναλυτικά στην περιγραφή του Παυσανία, που θα ακολουθήσει. Δεύτερος λόγος που μας αναγκάζει να εκμαιεύσουμε τις πολιτείες – νησιά, που αναφέρονται στο έργο του Ομήρου είναι τα διάφορα αξιοπερίεργα πετρώματα που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας. Τα πετρώματα αυτά, μέρη και κομμάτια των οποίων θα συναντήσουμε σαν ακρογωνιαίους λίθους (αγκωνάρια) σε όλες σχεδόν τις χαμοκέλες (καλύβες) της ευρύτερης περιοχής του «κάμπου» του χωριού μας βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό σε διάφορα μέρη στα οποία θα αναφερθούμε στο ανάλογο οικείο κεφάλαιο. Προς το παρών ας ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε «παράξενα πετρώματα». Μας προξένησε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι πολλά αγκωνάρια από τις παλιές χαμοκέλες που βρίσκονται στην περιοχή του κάμπου του χωριού μας είναι γεμάτες από κοχύλια και διάφορα άλλα όστρακα. Τα κοχύλια και τα όστρακα αυτά τα συναντάμε σήμερα μόνον στην θάλασσα. Όμως σε μερικά πετρώματα σε διάφορες τοποθεσίες του χωριού είναι γεμάτα αυτά. Αναρωτιόμαστε άραγε αν θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι πράγματι στην περιοχή μας υπήρχε κάποτε θάλασσα ή αν ο Λάδωνας πράγματι είχε στην κοίτη του μερικές από αυτές τις πολιτείες που αναφέρονται από τον ποιητή. Στα πετρώματα αυτά, που μόλις αναφέραμε, θα επανέλθουμε όμως, καθώς προαναφέραμε, στο οικείο κεφάλαιο και στις τοποθεσίες που τα συναντάμε.
     Πολλοί  ιστορικοί ερευνητές και αρχαιολόγοι ακόμα και σήμερα ψάχνουν για τις πιθανές τοποθεσίες των τριών αυτών «Ομηρικών» πόλεων. Μια χαρακτηριστική καταγραφή είναι και η ακόλουθη:«….Οι πόλεις Ρίπη, Στρατίη και Ενίσπη, αναφέρονται από τον Όμηρο, ότι έστειλαν στρατό στην Τροία και, αν δεν ήταν νησιά του Λάδωνα, όπως λέει παλιά Αρκαδική παράδοση, ήταν σίγουρα παρόχθιες πόλεις του ποταμού. Ο Παυσανίας δεν είδε καμία από αυτές. Τίποτα δεν μας αποκλείει, ίχνη σε όχθες του Λάδωνα να είναι κάποιων από αυτές τις πόλεις. Υπάρχει λοιπόν πιθανότητα στη Σμίξη να υπήρχε πόλη Ομηρικών χρόνων. Εκεί στους λόφους Γλανιτσιά και Τσάρκο, αλλά και ανάμεσα στη συμβολή του Πάϊου με το Λάδωνα ποταμό με μια ίσως οχυρωματική τάφρο που ένωνε και πιο ψηλά τα δύο ποτάμια, έδινε την εικόνα μιας τριγωνικής νήσου. Ο Παυσανίας δεν είδε τίποτα και πώς να έβλεπε κάτι, αφού πρώτον, μπορεί να πέρασε μακριά από την σμίξη και δεύτερον σε μια περιοχή που υφίσταται γεωλογικές μεταβολές, σε διάστημα λίγων χρόνων (ο Λάδωνας αλλάζει ροή πολύ εύκολα ανά δεκαετία), είναι φυσικό φαινόμενο οι προσχώσεις στο χώρο αυτό, οι οποίες να εξαφάνισαν την εν λόγω πόλη.
     Σε πρόσφατο πολιτικό χάρτη είδα την Ομηρική πόλη Ενίσπη τοποθετημένη περίπου στο Νταρέϊκο κάμπο. Γιατί; Γιατί η Ενίσπη εθεωρείτο νησί. Και στον Νταρέϊκο κάμπο έχει τοποθετηθεί αρχαίος οικισμός Νάσοι….». (Γιάννης Μπουσιούτης. ΕΡΕΥΝΑ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΔΑΦΝΗ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΑΧΑΪΑΣ. www.dafneos.gr)
     Όσο οι ιστορικοί και οι αρχαιολόγοι θα ψάχνουν για τις πιθανές τοποθεσίες των τριών αυτών πόλεων, που μνημόνευσε ο ποιητής, ας δούμε τον δεύτερο ιστορικό και ιστορικό-γεωγράφο Στράβωνα. Ο Στράβωνας έχει κάνει κάποια έστω και υποτυπώδη αναφορά για την περιοχή μας στους σκοτεινούς και ανεξερεύνητους τούτους χρόνους του παρελθόντος.

     2. ΣΤΡΑΒΩΝ

          
     Ο δεύτερος ο οποίος μας έχει αφήσει, η μάλλον δεν μας έχει αφήσει, κάτι σχετικό με την οικιστική άποψη της περιοχή μας είναι ο εξ Αμασείας του Πόντου Έλληνας γεωγράφος Στράβων. Ο Στράβων περιόδευσε σε πολλά μέρη του τότε γνωστού κόσμου, ένα εκ των οποίων ήταν και η Πελοπόννησος. Γεννήθηκε το 64 η 63 π. Χ. μέχρι το 21 μ. Χ., την εποχή που ήταν αυτοκράτορας ο Ρωμαίος Ιούλιος Καίσαρας ή Αύγουστος. Η «Γεωγραφία» του, το έργο δηλαδή που κληρονομήσαμε χρονολογείται ότι έχει γραφτεί από το 9 μέχρι το 5 π. Χ. Σε αυτό και ειδικότερα για την περιοχή μας βρίσκουμε:
     «....Η Αρκαδία βρίσκεται στη μέση της Πελοποννήσου και η περισσότερη γή που κατέχει είναι ορεινή. Το μεγαλύτερό της βουνό είναι η Κυλλήνη. Έχει ύψος, άλλοι λένε είκοσι στάδια και άλλοι δεκαπέντε. Φαίνεται ότι τα πιο αρχαία γένη των Ελλήνων είναι τα Αρκαδικά. Αζάνες, Παρράσιοι και άλλοι τέτοιοι. Επειδή η χώρα είναι τελείως κατεστραμμένη, δεν είναι σωστό να πούμε πολλά γι’ αυτήν. Οι πόλεις εξαφανίστηκαν από τους συνεχείς πολέμους ενώ παλιά ήταν ένδοξες’ αυτοί που καλλιεργούσαν τη χώρα έχουν εξαφανιστεί από τα παλιά χρόνια’ οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην ονομαζόμενη Μεγάλη πόλη (σ.σ. εννοεί την Μεγαλόπολη). Τώρα ακόμη και αυτή η Μεγάλη πόλη υπέστη την τύχη που περιγράφει ο κωμικός:
       
                                         Μεγάλη ερημιά η μεγάλη πόλη  

(σ.σ. πρόκειται για ιαμβικό τρίμετρο κάποιας άγνωστης πηγής και ποιητή)

     Υπάρχουνε βοσκές άφθονες, ιδίως βοσκές για άλογα και γαϊδούρια που τα έχουν για επιβήτορες. Η ράτσα των αλόγων, η Αρκαδική, είναι άριστη όπως και η Αργολική και η Επιδαύρια. Και οι ερημιές των Αιτωλών και των Ακαρνάνων έχουν γίνει πια κατάλληλες για εκτροφή αλόγων, όπως εξάλλου και της Θεσσαλίας.
     Τη Μαντίνεια την έκανε διάσημη ο Επαμεινώνδας, που νίκησε σε δεύτερη μάχη τους Λακεδαιμονίους, εκεί όπου και αυτός σκοτώθηκε. Μαντίνεια, Ορχομενός, Ηραία, Κλείτωρ, Φενεός, Στύμφαλος, Μαίναλος, Μεθύδριο, Καφυείς και Κύναιθα είτε δεν υπάρχουν πια είτε μόλις διακρίνονται μερικά ίχνη και σημάδια τους. Η Τεγέα διατηρείται κάπως καθώς και το ιερό της Αλέας Αθηνάς. Σε περιορισμένο βαθμό τιμάται και το ιερό του Λυκαίου Διός στο Λύκαιο όρος. Όσο για τα λεγόμενα του ποιητή, για

                              τη Ρίπη, τη Στρατίη και την Ενίσπη με τους ανέμους  

(σ.σ. πρόκειται για το έργο του Ομήρου Ιλιάς Ραψωδία Β. Σχετικό απόσπασμα έχουμε παραθέσει στα προηγούμενα).

είναι δύσκολο να βρεθούν, αλλά και να βρεθούν δεν έχει κανένα κέρδος’ τόση ερημιά.
     Σπουδαία βουνά εκτός από την Κυλλήνη, η Φολόη, το Λύκαιο, ο Μαίναλος, και το λεγόμενο Παρθένιο, που εκτείνεται από την Αργεία χώρα έως την Τεγεάτιδα.
…..Η ιστορία με το Λάδωνα είναι η ανάποδη’ φράχτηκαν οι πηγές και στέρεψε το ρεύμα…... Αφότου αυτές οι ρωγμές φράχθηκαν, το νερό κάποτε ξεχειλίζει στη πεδιάδα και, όταν βρίσκεται έξοδος εκεί, πάλι από τις πεδιάδες γυρνάει στον Λάδωνα και μπαίνει στον Αλφειό….». (Στράβων. Γεωγραφικά. Πελοπόννησος βιβλίο Όγδοο, Εισαγωγή - Μετάφραση Πάνος Θεοδωρίδης Σχόλια φιλολογική ομάδα Κάκτου. Εκδ. Κάκτος. Σελ. 209 -213 και 253).
     Σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω, η «μεγάλη ερημιά» που επικρατούσε στην περιοχή όταν την επισκέφθηκε ο Στράβων εξηγείται εν μέρη. Οι συνεχείς φιλονικίες των Αρκάδων και συγκεκριμένα της Αχαϊκής συμπολιτείας με τους Σπαρτιάτες και οι Ρωμαϊκές λεγεώνες είχαν επιφέρει την ελάττωση αφ’ ενός του πληθυσμού, και αφ’ ετέρου την «ερήμωση» των πόλεων που επικαλείται ο Ιστορικός.
    Οι απόψεις αυτές του Στράβωνος έχουν εν μέρη αναθεωρηθεί από τους σύγχρονους ερευνητές και ιστορικούς και τούτο γιατί η «αρχαιολογική σκαπάνη» μας έχει δώσει δείγματα σχετικής ζωτικότητας στην αναφερόμενη περιοχή. Τα πολλά ευρήματα, σε νομίσματα ή άλλα απομεινάρια, των καιρών εκείνων ενισχύουν την νεώτερη διατυπωθείσα άποψη. Η καταγραφή που ανακατασκευάζει την άποψη του Στράβωνα έχει ως εξής: «.....Ήδη έχει ανασκευαστεί η πληροφορία του ΣΤΡΑΒΩΝΟΣ ότι στα χρόνια του (εποχή του Χριστού) και από μερικούς αιώνες πριν, δηλ. από την ίδρυση της Μεγάλης Πόλης (περ. 370 - 360 π. Χ.) ολόκληρη η περιοχή της αρχαίας Αρκαδίας ήταν έρημη από πόλεις και χωριά. Ανακατασκευάζεται άλλωστε και η άποψη ότι αιτία της ερήμωσης ήταν η απορρόφηση των Αρκαδικών οικισμών από τον συνοικισμό της Μεγάλης Πόλης. Εξ΄ άλλου νεώτερες έρευνες αποδεικνύουν ως ένα βαθμό το αντίθετο, ότι δηλ. μια σχετική ζωτικότητα (σε τοπικά μέτρα) δεν έλειψε και τότε και αργότερα εδώ στη Βόρεια Αρκαδία.
     Η ζωτικότητα αυτή φαίνεται στην ύπαρξη μιας σειράς “Γορτυνιακών” πόλεων που υποτίθεται ότι είχαν απορροφηθεί στη Μεγάλη Πόλη, και όμως τις απαντάμε κι αργότερα, όπως είναι οι πόλεις Δίποινα(ι), Καλλία(ι), Μεθύδριον, Τεύθις, Έλισσών, Δίπαια, Ορχομενική Θ(ε)ισόα, Γόρτυνα, κ. α πολλές.
     Παράλληλα μ’ αυτούς τους οικισμούς είναι πολύ πιθανό στ’ αυτοκρατορικά ρωμαϊκά χρόνια να είχε δημιουργηθεί και ένα νέο σύστημα μικροοικισμών από πληθυσμούς που δούλευαν στα μεγάλα ρωμαϊκά (συχνά και αυτοκρατορικά) γεωργικά χτήματα. Στα κέντρα αυτών των χτημάτων μπορούν ν΄ αποδοθούν τα λίγα διάσπαρτα (και πολύ λίγο ως τα τώρα ερευνημένα) λείψανα από ρωμαϊκές αγροτικές “βίλες”, όπως π. χ. μία κοντά στο Καλλιάνι. Ίσως στους μικροοικισμούς, αυτούς τους φρεσκοχτισμένους σχετικά, να αναφέρεται ο ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ όταν συχνά μιλάει για διάφορα “χωρία”. Οι μικροοικισμοί αυτοί δεν επρόκειτο δηλ. να ήταν τίποτ’ άλλο από μικρά “τσιφλικοχώρια”, που εν τούτοις δεν πρέπει να ήταν και εντελώς απρόσωποι σχηματισμοί, αλλά με κάποια πολεοδομική λειτουργία και διάταξη. (βλ. λ. χ. στο ΠΑΥΣΑΝΙΑ VIII 35, 5 όπου αναφέρεται Σκιάς {το} καλούμενον χωρίον με τα ερείπια ιερού Αρτέμιδος)....». (Aργ. Πετρονώτης Οικισμοί και αρχιτεκτονικά μνημεία Πελ/σου σελ. 33).
     Έτσι λοιπόν, όπως πληροφορούμαστε από κάποιους σύγχρονους ιστορικούς αναζητητές, ειδικά για την περιοχή μας παρ’ όλη την «ερήμωση» που μας παρουσιάζει ο Στράβωνας, υπήρχε κάποια σχετική ζωτικότητα. Τούτο όπως χαρακτηριστικά μας λένε και η αρχαιολογική σκαπάνη έδειξε, αποδεικνύονται από «τα λείψανα κάποιας Ρωμαϊκής αγροτικής βίλας όπως π.χ. μία κοντά στο Καλλιάνι».
     Ποια όμως και που θα μπορούσε να υπάρχει η αναφερόμενη αγροτική Ρωμαϊκή αυτή βίλα καθώς και μερικά ακόμα στοιχεία για την πληθυσμιακή ζωτικότητα της περιοχής θα μας δοθεί η ευκαιρία να καταγράψουμε στην συνέχεια του παρόντος, στο οικείο κεφάλαιο «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΛΛΙΑΝΙΟΥ» που θα ακολουθήσει.
     Ένα νέο όμως στοιχείο που μας παρουσιάζεται εδώ είναι κάποια πόλη με το όνομα Καλλία ή Καλλίαι. Το τοπωνύμιο αυτό καθώς και η θέση της πόλης που αναφέρεται με αυτό το όνομα, παραμένει ακόμα και από τους σύγχρονους ερευνητές αταύτιστο. Παρ’ όλα αυτά δεν θα μπορούσαμε να μην παρατηρήσουμε την ομοιότητα των λέξεων μεταξύ του αρχαίου Καλλίαι με το σημερινό Καλλιάνι. Δεν ισχυριζόμαστε ότι το Καλλιάνι πρόκειται για την αρχαία αυτή πόλη. Απλώς η ομοιότητα των δύο ονομάτων είναι λόγος να μας εξάπτει την φαντασία. Μέχρι όμως οι σύγχρονοι ή οι μελλοντικοί ερευνητές αποφανθούν για την ακριβή τοποθεσία της Καλλίας, εμείς ας συνεχίσουμε την πραγματική Ιστορία γιατί είναι γνωστόν ότι «η Ιστορία δεν δημιουργείται, αλλά στηρίζεται επί γεγονότων σπουδαίων». Τέτοια σπουδαία γεγονότα μας έχει περιγράψει με πολλές λεπτομέρειες ο τρίτος περιηγητής και συγγραφέας των χρόνων εκείνων.
     Έτσι λοιπόν ας δούμε τον τελευταίο ιστορικό, ο οποίος μας έχει αφήσει κάποια σπουδαία στοιχεία για την περιοχής μας.

     3. ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ


     Ο «πολύτιμος», όπως έχει χαρακτηρισθεί από τους περισσότερους ερευνητές και ιστορικούς, Παυσανίας μας έχει περισώσει όχι μόνον την γεωγραφική άποψη της τότε περιοχής αλλά μας μεταφέρει και πολλά άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία. Ο εκ της Μαγνησίας της Μ. Ασίας Παυσανίας περιηγήθηκε την Πελοπόννησο κατά την εποχή του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου.  Ο ίδιος έζησε τον 2ο αιώνα μ. Χ. και το έργο του «Αρκαδικά» που θα μας απασχολήσει εδώ χρονολογείται ότι το έγραψε το 174 μ. Χ. Όλο το έργο του αποτελείται από 10 βιβλία και είναι μια πολύτιμη ιστορική πηγή στην οποία έχουν στηριχτεί πολλοί μεταγενέστεροι διακεκριμένοι Ιστορικοί και Γεωγράφοι.
     Λέγεται ότι ο πληθυσμός της Αρκαδίας είχε ελαττωθεί ακόμα περισσότερο την εποχή του Παυσανία. Θα περίμενε κανείς ότι το έργο του «Αρκαδικά» θα είχε την μικρότερη έκταση, όπως και στο έργο του Στράβωνα. Παρ’ όλα αυτά ο Παυσανίας γοητευμένος, από την περιοχή αυτή της Ελλάδας, από την πλούσια παράδοση και τις λατρείες των κατοίκων της, ασχολήθηκε διεξοδικότατα παρά από οποιοδήποτε άλλο μέρος.
     Το δρομολόγιο που ακολούθησε, ο Παυσανίας, (βλέπε και χάρτη στο αντίστοιχο Παράρτημα στο τέλος του παρόντος), δείχνει ότι πέρασε από την Ψωφίδα (σ.σ. Τριπόταμα κοντά στην Δάφνη Καλαβρύτων, τότε ανήκε στην Αρκαδία) και κατευθυνόμενος προς Νότον πέρασε από την Θέλπουσα, το Όγκειο, την Ηραία, τα Αλίφειρα και μετά κατευθύνθηκε προς ανατολάς για να καταλήξει στην Γόρτυνα και την Μεγαλόπολη.
     Αλλά ας αφήσουμε τον ίδιο να μας περιγράψει τι είδε και τι άκουσε επί των ημερών του, για την περιοχή μας. Προτού όμως εκθέσουμε αυτά που κληρονομήσαμε από τον Παυσανία ας μας επιτραπεί μια μικρή παρένθεση. Έτσι λοιπόν το σημείο αυτό θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι αν αναζητήσει κανείς το όνομα «Όγκειον», σήμερα στο δια-δίκτυο με το χαρακτηριστική λέξη «Onceium», θα διαπιστώσει μέσα από την διεύθυνση των Αμερικανικών Πανεπιστημίων «wwwperseus.tufts.edu», ότι το Όγκειον ταυτίζεται με το Καλλιάνι. Η σχετική καταγραφή όπως πληροφορούμεθα έχει ως εξής: «The alternate key is Kallianio». Εκείνο που θα θέλαμε και πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ, είναι ότι το χωριό Όγκειο, που μας περιγράφει διεξοδικότατα ο Παυσανίας, στην παρακάτω αφήγησή του, ταυτίζεται με το σημερινό Καλλιάνι ή τουλάχιστον με την ευρύτερη περιοχή του. Σε αυτό συμφωνούν διάφοροι  ιστορικοί και αρχαιολόγοι οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Μερικά αποσπάσματα από την εργασία των αρχαιολόγων αυτών, που ασχολήθηκαν στο παρελθόν με το «Όγκειο», θα δούμε στην συνέχεια του παρόντος στο οικείο κεφάλαιο με τίτλο «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΛΛΙΑΝΙΟΥ», που θα ακολουθήσει. Πιστεύουμε, όπως και αυτοί, ότι η τοποθεσία του Ογκείου πρέπει να αναζητηθεί στην ευρύτερη πεδινή περιοχή του «κάμπου» του χωριού μας.
     Αλλά στο σημείο αυτό ας δούμε τι κληρονομήσαμε από τον Παυσανία.

                 Κείμενο Παυσανία σε μετάφραση
  Σχόλια κειμένου


     «.....4. Μετά την Θέλπουσα ο Λάδωνας κατηφορίζει προς το ιερό της Δήμητρας στο Όγκειο. Οι κάτοικοι της Θέλπουσας ονομάζουν την θεά Ερινύα (75). Αυτό το όνομα επιβεβαιώνεται και από το ποίημα του Αντίμαχου σχετικά με την εκστρατεία των Αργείων εναντίον της Θήβας. Ο στίχος είναι ο εξής:
                           Εδώ λένε ότι εδρεύει η Ερινύα Δήμητρα
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Όγκιος ήταν γιος του Απόλλωνα και άρχοντας της περιοχής της Θέλπουσας, που λέγεται Όγκειο. Η θεά ονομάστηκε Ερινύα για τον εξής λόγο.

75. Η Ερινύς Δήμητρα όπως και ο Ίππιος Ποσειδώνας παριστάνονταν με πρόσωπο αλόγου, γιατί ήταν και οι δύο θεοί του Κάτω κόσμου και το άλογο είναι σύμβολο του θανάτου. Παράδειγμα είναι ο νεοελληνικός έφιππος Χάρος με το μαύρο άλογο.

5. Όταν η Δήμητρα περιπλανιώταν αναζητώντας την κόρη της, ο Ποσειδώνας την ακολούθησε επιθυμώντας να συνευρεθή μαζί της. Αυτή τότε μεταμορφώθηκε σε φοράδα που βοσκούσε μαζί με τις άλλες φοράδες του Όγκιου. Όταν όμως ο Ποσειδώνας ανακάλυψε ότι τον είχε ξεγελάσει, μεταμορφώθηκε σε άλογο και ζευγάρωσε μαζί της.


6. Η Δήμητρα τότε θύμωσε πολύ με αυτό που συνέβη, αν και αργότερα ξεπέρασε την οργή της και λένε ότι θέλησε να λουστεί στον Λάδωνα. Αυτός λοιπόν είναι ο λόγος που ονομάστηκε Ερινύα, εξ αιτίας της οργής της, καθώς στη γλώσσα των Αρκάδων το ρήμα «Ερινύω» σημαίνει οργίζομαι. Την ονόμασαν και Λουσία, επειδή λούστηκε στον Λάδωνα. Τα αγάλματα του ναού είναι ξύλινα, αλλά τα πρόσωπα και τα άκρα των χεριών και των ποδιών είναι φτιαγμένα από μάρμαρο της Πάρου.


7. Το άγαλμα της Ερινύας κρατά την λεγόμενη κίστη (76) με το αριστερό χέρι και μια δάδα με το δεξί, η οποία πρέπει να είχε εννέα πόδες ύψος. Το άγαλμα της Λουσίας Δήμητρας πρέπει να έχει ύψος έξι περίπου πόδες. Όσοι πιστεύουν ότι το άγαλμα της Λουσίας είναι της Θέμιδας και όχι της Δήμητρας, κάνουν λάθος. Λένε ότι η Δήμητρα γέννησε από το Ποσειδώνα μία κόρη, της οποίας το όνομα δεν πρέπει να γίνει γνωστό σε όσους δεν είναι μυημένοι. Γέννησε και ένα άλογο που τον έλεγαν Αρείονα. Γι’ αυτό και πρώτοι οι Αρκάδες χρησιμοποίησαν την ονομασία Ίππιος για τον Ποσειδώνα.

76. Η κίστη ήταν μικρό κυλινδρικό καλάθι.

8. Σχετικά μ’ αυτή την ιστορία επικαλούνται τους στίχους από την Ιλιάδα και τη Θηβαϊδα. Στην Ιλιάδα αναφέρεται ο ίδιος ο Αρείονας:
              Ούτε αν ερχόταν πίσω σου ο Θεϊκός Αρείονας,
              το γρήγορο άλογο του Αδράστου, που καταγόταν
              από το γένος των Θεών.
Το ίδιο και στη Θηβαϊδα, τότε που ο Άδραστος δραπέτευσε από τη Θήβα:
             Φορώντας πένθιμα ρούχα, μαζί με τον μαυροχαίτη Αρείονα.
Ισχυρίζονται ότι αυτοί οι στίχοι υποδηλώνουν ότι ο Ποσειδώνας ήταν πατέρας του Άρείονα, αλλά ο Αντίμαχος λέει ότι ήταν γιός της Γής:


9.  Ο Άδραστος, γιός του Ταλαού, γιού του Κρηθέα.
     Πρώτος από τους Δαναούς άρπαξε τα δοξασμένα του άλογα,
     τον γοργοπόδαρο Καιρό και τον Θελπουσαίο Αρείονα,
      αυτόν που κοντά στο άλσος του Ογκαίου Απόλλωνα
      γέννησε η ίδια η Γή, σεβαστή να τη βλέπουν οι θνητοί.


10. Ακόμη κι αν το άλογο εμφανίστηκε από τη γή, και πάλι θα μπορούσε να τρέχει θεϊκό αίμα στις φλέβες του και να έχει σκούρο τρίχωμα. Λένε ακόμη και το εξής’ όταν ο Ηρακλής πολεμούσε εναντίον των Ηλείων, ζήτησε από τον Όγκο το άλογό του και κατέλαβε την Ήλιδα ιππεύοντας τον Αρείονα στις μάχες. Αργότερα ο Ηρακλής το έδωσε στον Άδραστο. Γι’ αυτό και ο Αντίμαχος γράφει για τον Αρείονα:
        Αυτός που την Τρίτη φορά δόθηκε στον Βασιλιά Άδραστο.


11. Ο Λάδωνας αφήνει στ’ αριστερά το ιερό της Ερινύας και πιο κάτω έχει στ’ αριστερά τον ναό του Ογκαιάτη Απόλλωνα και στα δεξιά το ιερό του Παιδιού Ασκληπιού, όπου βρίσκεται και το μνήμα της Τρυγόνας’ λένε ότι η Τρυγόνα ήταν τροφός του Ασκληπιού. Πιστεύουν ότι ο Αυτόλαος, που ήταν νόθος γιός του Αρκάδα, βρήκε στο δρόμο του τον Ασκληπιό που τον είχαν εγκαταλείψει στη Θέλπουσα και τον περιμάζεψε. Γι’ αυτό τον λόγο τιμούν τον Ασκληπιό ως παιδί....(77) το θεωρώ πιο πιθανό, όπως εξήγησα και όταν μιλούσα για την Επίδαυρο.

77. Το κενό που υπάρχει στο κείμενο συμπληρώνεται ως εξής: «...οι θελπούσιοι τιμούν τον Ασκληπιό ως παιδί. Όμως το ότι ο Ασκληπιός γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Επίδαυρο το....».

12. Υπάρχει ένας ποταμός με το όνομα Τουθόα (78), που ενώνεται με τον Λάδωνα στα σύνορα των κατοίκων της Θέλπουσας με της Ηραίας, που οι Αρκάδες ονομάζουν Πεδίο. Το σημείο όπου ο Λάδωνας ενώνεται με τον Αλφειό ονομάζεται Κοράκων νησί. Κάποιοι πιστέυουν ότι η Ενίσπη, η Στρατίη και η Ρίπη, που αναφέρονται στον κατάλογο του Ομήρου, ήταν κάποτε κατοικημένα νησιά κοντά στον Λάδωνα. Πρέπει όμως να καταλάβουν ότι πρόκειται για ανοησίες.

78. Ο Τουθόας ρέει κοντά στα Λαγκάδια και λίγο πιο κάτω από το χωριό ενώνεται με τον Λάδωνα.

13. Γιατί μέσα στον Λάδωνα δεν θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν νησιά ούτε στο μέγεθος του πορθμείου. Στην ομορφιά δεν τον ξεπερνά κανένας ποταμός ούτε από τους Ελληνικούς, αλλά το μέγεθός του δεν είναι αρκετό για να σχηματίσει νησιά, όπως γίνεται με τον Ίστρο και τον Ηριδανό(79).…». (Παυσανίας. Ελλάδος περιήγησις, Αρκαδικά σελ. 127 - 133 σε μετάφραση-σχόλια Ανδρέανη Ταταράκη).

79. Ο Ίστρος είναι ο Δούναβης. Ο Ηριδανός ήταν μεγάλο ποτάμι της Δύσης. Άλλοι το ταυτίζουν με τον Πάδο της Ιταλίας και άλλοι με τον Ροδανό της Γαλλίας....». (Παυσανίας Ελλάδος περιηγήσις, Αρκαδικά σελ. 269 σε μετάφραση-σχόλια Ανδρέανη Ταταράκη.


     Είδαμε με γλαφυρό και παραστατικό τρόπο τόσο την Γεωγραφία της περιοχής μας, όσο και τις μέχρι τότε υπάρχουσες παραδόσεις, με το απέριττο τρόπο του «πολύτιμου» Παυσανία.
    Πράγματι ο ιστορικός Παυσανίας γνώριζε πολύ καλά τον Όμηρο. Στο έργο του, «Ιλιάδα» στην Ραψωδία Ψ, όπου ο ποιητής μας περιγράφει την ταφή του Πατρόκλου και τους αγώνες που ακολουθούν στην μνήμη του, και συγκεκριμένα στον στοίχο 346 υπάρχει το ακόλουθο:

                «....δεν θα σε φτάσει ούτ’ ένας τρέχοντας, μηδέ θα σε περάσει,
                 με τον Αρείονα ακόμα πίσω σου κι αν έτρεχε το γαύρο,
                 το άτι του Άδραστου το φτερόποδο, που από θεούς κρατούσε,
                μηδέ με τα’ άτια του Λαομέδοντα, που εδώ στην Τροία θραφήκαν ....».
(Ν. Καζαντζάκη - Ι. Κακριδή μετάφραση Ομήρου Ιλιάδα σελ 280).

     Όσο για την Θηβαίδα πρόκειται για κάποιο έργο στο οποίο εξιστορείται ο γνωστός, όπως προαναφέραμε στο μέρος πρώτο, πόλεμος «των επτά επί Θήβας». Συγγραφέας του έργου τούτου φέρεται ο Αντίμαχος, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν περισσότερα σωζόμενα επί αυτού.
     Στην αφήγηση του πολέμου αυτού είδαμε πως είχαν εκστρατεύσει επτά βασιλείς από την Πελοπόννησο κατά του Ετεοκλέους, βασιλέα των Θηβών, ο οποίος είχε αρπάξει την βασιλεία από τον αδελφό του τον Πολυνείκη, γιοι και οι δύο του Θρυλικού Οιδίποδα. Σε αυτόν τον πόλεμο, ηττήθηκαν «οι επτά» και ....
      «….Ο Άδραστος, στερηθείς ούτως απάντων των συναγωνιστών, ηναγκάσθη να φύγη και αυτός, ουδ’ εσώθη ειμή δια της θαυμαστής ταχύτητας του ίππου αυτού Αρείονος, ος εκ θεόφιν γένος ήεν, δηλαδή ήτο γόνος θεών, και ιδίως του Ποσειδώνος….». (Κ. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τόμος Α’. Σελ. 14).
     Αν συνεχίσουμε για το ίδιο θέμα από άλλη πηγή, θα βρούμε:
     «....Περισσότερο από κάθε άλλο θεό ο Ποσειδώνας διατήρησε σε όλη την αρχαιότητα τα γνωρίσματα του θεού του κάτω κόσμου……. Εξίσου σημαντική ήταν η λατρεία του υποχθόνιου Ποσειδώνα στην αρκαδική Θέλπουσα, όπου συλλατρευόταν με την πάρεδρό του Δήμητρα Ερινύν. Το προσωνύμιο παρουσιάζει τη Δήμητρα οργισμένη και δυσεξιλέωτη και δεν αφήνει αμφιβολία για την υποχθόνια φύση της. Κατά τους τοπικούς μύθους ο Ποσειδώνας και η Δήμητρα Ερινύς είχαν γιο το γνωστό και στην Ιλιάδα (ψ 346 κλπ) δαιμονικό άλογο Αρείονα και μια κόρη που το όνομά της ήταν απόρρητο (ανακοινωνόταν μόνο σε τοπική μυστική τελετή (Παυσανίας 8, 25, 5-10). Ο Ποσειδώνας της Θέλπουσας είχε το επίθετο ίππιος (ως κύριος των υποχθόνιων δαιμονικών αλόγων). Ως θεός του κάτω κόσμου έφερε και αλλού το επίθετο αυτό (ιππία ήταν η ποικιλώνυμη πάρεδρός του). Κατά τις "επιφανειές" τους οι υποχθόνιοι θεοί μπορούσαν να παίρνουν και οι ίδιοι τη μορφή του αλόγου, όπως ο Ποσειδώνας της Θέλπουσας και η Δήμητρα Ερινύς (Παυσανίας 8, 25, 5)…..». (Ι. Θ. Κορκίδη. Ελληνική Μυθολογία. Τόμος Ι. Σελ. 231-232).
     Είδαμε και διασταυρώσαμε τα διάφορα γραμμένα για τον Αρείονα, το μυθικό φτερωτό άλογο, που γεννήθηκε κάπου στον «κάμπο» του χωριού μας. Αλλά παράλληλα μας δημιουργήθηκε και η απορία σχετικά με το: «…Λένε ότι η Δήμητρα γέννησε μια κόρη, της οποίας το όνομα δεν πρέπει να γίνει γνωστό σε όσους δεν είναι μυημένοι…..». Μας προξένησε μεγάλη εντύπωση για το ποιο θα ήταν το όνομα της κόρης και ποιοι θα μπορούσε να ήταν οι «μυημένοι» και οι «γνωρίζοντες». Σχετικά με αυτό βρήκαμε τα εξής: «…..Κι άλλο ένα θεϊκό άλογο, είχε πατέρα τον Ποσειδώνα, ο Αρ(ε)ίων, που έσωσε τον καβαλάρη του, τον  Άδραστο, μέσα στη γενική πανωλεθρία των Επτά στη Θήβα. Πατέρας του Αρ(ε)ίονα έγινε ο Ποσειδώνας, αφού κατάφερε να ζευγαρωθεί με τη Δήμητρα, που, θέλοντας να τον αποφύγει, μεταμορφώθηκε σε μια από τις Ερινύες ή σε φοράδα, οπότε εκείνος ενώθηκε μαζί της παίρνοντας την μορφή αλόγου. Από αυτή την ένωση του Ποσειδώνα με τη Δήμητρα γεννήθηκε και μια κόρη, που άλλοι την έλεγαν Δέσποινα και άλλοι απλώς Κόρη, κρατώντας μυστικό το όνομά της από εκείνους που ήταν αμύητοι στη λατρεία της….». (Ι. Θ. Κορκίδη. Ελληνική Μυθολογία. Τόμος ΙΙ. Σελ. 122).Έτσι λοιπόν σύμφωνα με τα ανωτέρω, το όνομα της Κόρης, ήταν απλά Δέσποινα.
     Ξεκινήσαμε την καταγραφή μας για την εξέλιξη του πληθυσμού του χωριού μας ή τουλάχιστον της ευρύτερης περιοχής του αλλά μας παρέσυρε η Μυθολογία. Η Μυθολογία και οι λατρείες που ακόμα και τότε, να σημειώσουμε, το 174 μ. Χ. ήταν ακόμα ζωντανές. Τότε που ο Χριστιανισμός δεν είχε ακόμα διαδοθεί, και οι άνθρωποι έμεναν προσκολλημένοι στα πατροπαράδοτα έθιμά τους, και στις λατρείες των «γνωστών» θεών τους.
     Αλλά ας συνεχίσουμε με την καταγραφή των διαφόρων ιστορικών σημειωμάτων για την ιστορία και την γεωγραφία του χωριού μας ή της ευρύτερης περιοχής του και ας επανέλθουμε στην «μεγάλη ερημία» του Στράβωνα. Προτού όμως το κάνουμε αυτό, για να γίνουν περισσότερο κατανοητά κάποια θέματα σχετικά με το Όγκειο και μερικά ακόμα χωριά της περιοχής μας, παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από διάφορες εκδόσεις σχετικά με το θέμα αυτό. Τα αποσπάσματα αυτά, στο τέλος του παρόντος στα σχετικά Παραρτήματα. Τα Παραρτήματα αυτά είναι: α) για το Όγκειον σελίδα πρώτησελίδα δεύτερησελίδα τρίτη και σελίδα τέταρτη, β) για την Στρατίη σελίδα πρώτη και σελίδα δεύτερη.
     Η άποψη αυτή, ότι δηλαδή παρ’ όλη την «ερήμωση», που είχε επέλθει στην περιοχή, και μας ανέφερε ο Στράβων στο σχετικό εδάφιο, από τους συνεχείς πολέμους, εν τούτοις υπήρχε κάποια σχετική ζωτικότητα στην περιοχή μας. Την άποψη αυτή ενισχύει και το γεγονός ότι: «.....Γύρω στα 170 μ. Χ. η Θέλπουσα, όπως μας βεβαιώνει ο Παυσανίας, ήταν μισοεγκαταλελειμμένη, χωρίς βέβαια να γνωρίσει πλήρη ερήμωση, γιατί στα ερείπια της πόλης βρέθηκαν κομμάτια του λεγόμενου αγορανομικού διατάγματος του Δοκλητιανού, το οποίο εξέδωσε, ως γνωστό, το 301 μ.Χ. Ένα κομμάτι του Δοκλητιάνου διατάγματος, που βρέθηκε στην Θέλπουσα, δημοσιεύτηκε από τον Αργ. Πετρονότη, “Νέο απόσπασμα του Δοκλητιάνειου αγορανομικού κώδικα από τη Θέλπουσα, Ελληνικά 1973, σελ. 255-270’’….». (Χ. Καπράλου, Αρκαδικοί Θρύλοι σελ 91).
     Μια μικρή παρένθεση σχετικά με το «Δοκλητιάνειο αγορανομικό Διάταγμα» του 301 μ. Χ. που βρέθηκε στην Θέλπουσα. Παραθέτουμε στο τέλος του παρόντος στο αντίστοιχο Παράρτημα ακριβές φωτοαντίγραφο από το Μουσείο της Τρίπολης, όπου βρίσκεται και εκτίθεται.
     Κατόπιν τούτων παρατηρούμε ότι και αργότερα κατά το 301 μ. Χ. υπήρχε, και υποθέτουμε ότι είχε επέλθει, μια περισσότερο πληθυσμιακή «άνθηση» στην περιοχή μας. Οι Ρωμαϊκοί πόλεμοι και οι Ρωμαϊκοί εμφύλιοι που ως γνωστόν γινόντουσαν στο Ελληνικό έδαφος, είχαν πια περάσει. Η πολιτική κατάσταση είχε εξομαλυνθεί, η Πελοπόννησος επαρχία τότε της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, είχε την σχετική ηρεμία και αυτό σαν αποτέλεσμα την πληθυσμιακή της ανασυγκρότηση. Οι πόλεις και τα χωριά, σύμφωνα με τα μετέπειτα αρχαιολογικά ευρήματα, είχαν αποκτήσει την παλιά τους αίγλη και άνθηση, παρά την καταδυνάστευση και την βαριά φορολογία των τοπικών Ρωμαίων αρχόντων. Πιστεύεται ότι η Ρώμη διοικούσε μόνον «κατ’ όνομα», η πραγματική εξουσία ασκούταν από τον εκάστοτε τοπικό ηγεμόνα.
     Τα χρόνια περνούσαν. Καινούργιες ιδέες, καινούργια φιλοσοφία, ο Χριστιανισμός είχε επικρατήσει στις περισσότερες περιοχές του τότε γνωστού κόσμου. Ο Μέγας Κωνσταντίνος μεταφέρει την νέα πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους στο Βυζάντιο (330 μ. Χ.). Το Ελληνικό στοιχείο, η Ελληνική γλώσσα και πολιτισμός εξακολουθεί να ζει και συνθέτει νέα δάφνινα στεφάνια δόξας.
     Παρ’ όλα αυτά, λίγα στοιχεία μας έχουν περισώσει οι τότε «χρονικογράφοι» της εποχής. Σύμφωνα με το: «.....Αλλά και οι Γότθοι, και οι τω 441 επιδραμόντες Ούνοι και οι βραδύτερον εξ Αφρικής Βάνδαλοι εξεδιώχθησαν απαξάπαντες εκ Πελοποννήσου, τότε δε κατά τον Συνέκδημον του Ιεροκλέους γραφέντα περί τα 527 - 535 μία εκ των επισήμων 22 πόλεων αυτής ήτο και η Θάρπουσα (Θέλπουσα).(10)....». (Τ. Κανδηλώρου Ιστορία Γορτυνίας σελ. 36).»  Εδώ η παραπομπή (10) που μας κάνει ο Τ. Κανδηλώρος είναι: (10) Εν Ιστορία Δούκα σ. 392 Προκοπίου Α’ 168 και 335. Δ.
     Σύμφωνα με την ανωτέρω αναφορά του Συνεκδήμου του Ιεροκλέους που μας μεταφέρει εδώ το Τ. Κανδηλώρος, πιστεύουμε ότι «και ένα εκ των επισήμων χωρίων» προφανώς ήταν και το Όγκειο. Η άποψή αυτή ενισχύεται και από τις σχετικές καταγραφές οι οποίες έχουν ως εξής:
     «....Τα ρωμαϊκά χρόνια (απ΄ ότι βλέπουμε) δεν μας άφησαν ούτε πολλά, ούτε σημαντικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Στη Θέλπουσα θα αναζητηθούν, μερικά (βλ. FRAZER, J. G.: Pausanias’s Description of Greece τομIV (London 1898) σελ. 286), καθώς και στο γειτονικό Καλλιάνι τα λείψανα μιας αγροτικής ρωμαϊκής έπαυλης με περιστύλιο των αυτοκρατορικών χρόνων, - ο ιδιοκτήτης της οποίας μάλιστα είχε μεταφέρει από την Ολυμπία, απόσταση περίπου 40 χλμ. μια ολόκληρη μαρμάρινη λεοντοκεφαλή από τη στέγη του ναού Διός. (MEYER, E.: Neue Peloponnesische Wanderungen (Bern, 1957) σ. 11 MEYER. Ernst und ECKSTEIN, Felix “Eine villa rustica bei Kalliani in Westarkadien” εις ΑΜ. 75 (1950) 9-41 Tafel I. Beilagen 14-23….». (Aργ. Πετρονώτης. Οικισμοί και αρχιτεκτονικά μνημεία Πελ/σου. Σελ. 27).
     Επίσης:
     «....Ρωμαϊκές αρχαιότητες προσδοκάμε ν΄ ανιχνεύσουμε όχι μόνο στους οικισμούς που εκατοικούντο όταν τους επισκέφτηκε ο Παυσανίας τότε, (σ.σ 170-175 μ.Χ.) αλλά εκτός των άλλων αγνώστων περιπτώσεων  και στα ονομαζόμενα απ΄ αυτόν χ ω ρ ί α, που κατά μια νεώτερη εξήγηση ήσαν μικροί αγροτικοί συνοικισμοί που (πρωτο - ;) χτίστηκαν στα ρωμαϊκά χρόνια, πιθανότατα γύρω ή κοντά από την αγροτική έπαυλη (villa rustica) του ρωμαίου γαιοκτήμονα. (KAHRSTEDT U.: Das wirtschaftliche Gesicht Grechenlands in der Kaiserzeit: Kleinstadt, Villa und Domane, Bern : A. Franke, 1954 : passim….». (Aργ. Πετρονώτης. Οικισμοί και αρχιτεκτονικά μνημεία Πελ/σου. Σελ. 29).

     ΣΧΟΛΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
              
     Είδαμε και αποδείξαμε ότι, από την αρχαιότητα η περιοχή μας, πλούσια σε τοπικές παραδόσεις και θρύλους, ήταν κατοικημένη άλλοτε από λιγότερους και άλλοτε από περισσότερους κατοίκους. Αυτό εξαρτιόταν πάντα ανάλογα με το πόσο αιματηρός ήταν ο κάθε διεξαγόμενος πόλεμος της εκάστοτε εποχής.
     Ένας άλλος σημαντικός λόγος της συνεχούς κατοίκησης της περιοχής μας πιστεύουμε ότι ήταν και η γεωφυσική τοποθεσία της. Ο άριστος συνδυασμός της πεδινής και ορεινής έκτασης, με τις άφθονες φυσικές πηγές, προσφέρονταν για την κατοίκηση της περιοχής. Οι εκάστοτε κάτοικοι της, είχαν και τις πεδινές εκτάσεις για τις διάφορες καλλιέργειες, και τις ορεινές για την εκτροφή των διάφορων κατοικίδιων ζώων (πρόβατα, κατσίκια, άλογα κ.λ.π.).
     Μια άλλη παρατήρηση που θα μπορούσαμε να κάνουμε εδώ και σύμφωνα με τον συγγραφέα Αργύρη Πετρονώτη ότι υπάρχουν γραπτές αναφορές σε δύο βιβλία γραμμένα από τους Γερμανό - Ελβετούς συγγραφείςΠρώτον του (KAHRSTEDT U. το 1954 με τίτλο "Das wirtschaftliche Gesicht Grechenlands in der Kaiserzeit: Kleinstadt, Villa und Domane". Η μετάφραση του οποίου στα Ελληνικά είναι: ( Το οικονομικό πρόσωπο της Ελλάδας στα χρόνια του Κάϊζερ), και του MEYER ERNST το 1957, με τίτλο Eine villa rustica bei Kalliani in Westarkadien” η μετάφραση του οποίου στα Ελληνικά είναι, (Μία παλιά έπαυλη κοντά στο Καλλιάνι στην Δυτική Αρκαδία). Αλλά ποίοι μπορεί να ήταν αυτοί οι Γερμανό – Ελβετοί συγγραφείς; και από που μπορεί να άντλησαν το υλικό για το οποίο έγινε η συγγραφή των βιβλίων τους;. Στα  ερωτήματα που προέκυψαν, θα δώσουμε και εδώ απαντήσεις στο κεφάλαιο, «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΛΛΙΑΝΙΟΥ», που θα ακολουθήσει, καθόσον προτιθέμεθα να εκθέσουμε μια πλήρη μετάφραση από το έργο του Γερμανό – Ελβετού αρχαιολόγου Ernst Meyer .
     Αλλά ας έρθουμε στην μεσαία περίοδο και ας δούμε μερικά στοιχεία από την Μεσαιωνική αυτή περίοδο της ιστορίας, για την περιοχή μας.

     Β. ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ΑΠΟ ΤΟ 535 μ. Χ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1698   μ. Χ)


     Ήδη βρισκόμαστε, όπως αναλύσαμε, σε μια σχετική άνθηση του πληθυσμού και των ανθρώπων που κατοικούσαν στην περιοχή μας. Παρ’ όλα αυτά, την σχετική αυτή άνθηση που υποθέτουμε, τουλάχιστον στην αρχή της περιόδου αυτής, δεν την βρήκαμε κάπου καταγραμμένη, για να σας την μεταφέρουμε εδώ. Εκτός από τις λίγες αράδες του Συνεκδήμου του Ιεροκλέους καθ’ όσον επικαλείται και ο ιστορικός Τ. Κανδηλώρος. Όπως προαναφέραμε, καθόσον και ο ίδιος αναφέρει, ο τότε χρονικογράφος δεν μας έκανε την χάρη να μας περισώσει κάτι σχετικό. Καθότι: «….υπάρχουσι πολλοί αφελώς ασχάλλοντες επί τούτω και ονειδίζοντες τους ιστορικούς, διότι δεν κατόρθωσαν έτι να εξερευνήσωσι τους σκοτεινούς τούτους των επιδρομών αιώνας και να χύσωσι φώς ιστορικόν. Και δεν δύναται μεν τις να ισχυρισθή, ότι το μέλλον δεν θα διαλευκάνη εν μέτρω τινί τα σκότια ταύτα. Αλλ’ επιτραπήτω να φρονώμεν, ότι ουδέποτε θα χυθή επί των αιώνων τούτων φώς άπλετον. Και τούτο δια τον αλπούστατον λόγον, ότι η ιστορία δεν δημιουργείται, αλλά στηρίζεται επί γεγονότων σπουδαίων. Σπουδαίον δ’ ουδέν διεπράττετο τότε εν τη κυρίως Ελλάδι. Διότι αφ’ ενός μεν επί των Βυζαντινών χρόνων εστερείτο η χώρα πάσης ελευθερίας και συνεπώς αυτενεργείας, αφ’ ετέρου δε διότι, επιταθείσης εκ του δεσποτισμού της αμαθείας και της απαιδευσίας, έλειπεν ο εγχώριος χρονογράφος, ο διαιωνίσων τα σύγχρονα. Επειδή δε και οι επιδρομείς ήσαν χείρονες ως πρός την παιδείαν των αλισκομένων δεν εθεώρουν απαραίτητον ουδέ και δυνατόν να διαιωνίσωσι γεγονότα άλλως τε ασήμαντα, δηώσεις αρπαγάς και μιαιφονίας….». (Τ. Κανδηλώρου. Ιστορία Γορτυνίας. Σελ. 34).
     Πράγματι μέχρι της Φραγκοκρατίας ήτοι γύρω στο 1205 μ. Χ. τα ιστορικά στοιχεία της περιοχής μας είναι τόσο φτωχά και μόνον με υποθέσεις θα μπορούσαμε να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα. Από την μια η θεοκρατική Βυζαντινή εξουσία που δεν μας έκανε το χατίρι να περισώσει μερικά πράγματα για τον πληθυσμό ή την εξέλιξη των διαφόρων περιοχών και από την άλλη, «…..Η έλλειψη στοιχείων για το Βυζαντινό πληθυσμό δε σημαίνει ότι η αυτοκρατορία δε γνώριζε κάποια στατική πρακτική. Αντίθετα, είναι γνωστό σήμερα ότι στο Βυζάντιο πραγματοποιούνταν, ήδη από τον 10ο αιώνα, απογραφές αγαθών και ατόμων, με περιοδικότητα 30 ετών…. Ας σημειωθεί ότι εξαιτίας της ολοκληρωτικής καταστροφής των αυτοκρατορικών Βυζαντινών αρχείων….». (Β. Παναγιωτόπουλου. Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου. Σελ. 29), είναι πολύ δύσκολο στους σημερινούς ερευνητές να καταλήξουν σε κάποια σίγουρα και ασφαλή συμπεράσματα για την δημογραφική – πληθυσμιακή εξέλιξη κάποιας περιοχής.
     Μερικοί ιστορικοί που ασχολήθηκαν με την καταγραφή της ιστορίας της περιόδου αυτής και οι οποίοι με την σειρά τους στηρίζονται σε κάποια αποσπασματικά εδάφια κάποιων άλλων παλαιοτέρων ιστορικών που είδαν ή άκουσαν από κοντά κάποια γεγονότα, μας περιγράφουν κάποιες καταστάσεις κυρίως σε επίμαχα και ευρείας απήχησης γεγονότα. Οι απόψεις που εκθέτουν, τόσον οι νεώτεροι όσον και οι παλαιότεροι ιστορικοί, για τους σκοτεινούς τούτους χρόνους περισσότερο σύγχυση προκαλούν παρά ξεδιαλύνουν τα ιστορικά συμβάντα της περιόδου.
     Έτσι και εμείς, αναγκασμένοι εκ των πραγμάτων, θα αναφερθούμε αποσπασματικά σε μερικά κομμάτια για το τι πιθανόν συνέβαινε στην περιοχή μας τους χρόνους τούτους.
     Όπως είδαμε μετά το πέρασμα των Γότθων και των Ούννων περί το 441 μ. Χ., ή λίγο βραδύτερα των εξ’ Αφρικής Βανδάλων σειρά είχαν οι Σλάβοι.

     1. ΣΛΑΒΟΙ


     Πρώτα ήρθαν οι Σλάβοι.
     «….Οι Σλαύοι, διαβάντες το πρώτον τω 540 τον Ίστρον, πολλάκις (σχετ. παραπομπή Θεοφάνους χρον. Σελ. 360, Νικηφόρου Βρυεννίου Σελ. 100) επέδραμον αποκρουόμενοι υπό των Ελλήνων, αλλά τέλος τω 589 κατά τας Ελληνοκτόνους θεωρίας του μεν Φαλλμεράϋερ κατέλαβον ολόκληρον την Πελοπόννησον, του δε Φίλιψων «την τε Αρκαδίαν και Ηλείαν και έμειναν όλως ανεξάρτητοι των Ελλήνων, μεθ’ ών διεξήγον μακρούς αγώνας». Αλλά κατά τον κ. Λάμπρον οι Σλαύοι, ή κατ’ άλλους Άβαρες επιδραμόντες τω 589 δεν έφθασαν εις Πελοπόννησον αλλά περιωρίσθησαν εις Θράκην και τα περικειμένας χώρας. Εκ διαστροφής δε και παρανοήσεως των κειμένων εθεωρήθη, ότι έκτοτε κατέσχον Σλαύοι την Πελοπόννησον επί 218 έτη. (σχετ. παραπομπή Σ. Λάμπρου Ιστορία τόμος Γ΄ Σελ. 642 και Εθνογραφία Πελοπ. υπό Χ. Κορύλλου).
     Αληθώς όμως τω 746 – 748, ότε μεγάλως ηρημώθη εκ της πανώλους ο πληθυσμός της Πελοποννήσου, νέα δήθεν και πολυάριθμα στίφη Σλαύων κατέκλυσαν την χώραν. Και οι πλείστοι των φιλοσλαύων δεν παραδέχονται μεν, ότι εκ των πρώτων επιδρομών απέμειναν εν Πελοποννήσω Σλαύοι, πάντων ή εκδιωχθέντων ή συγχωνευθέντων, δέχονται όμως ότι μετά το 748 αι δυτικαί κυρίως χώραι και ιδία η Αρκαδία ολοσχερώς κατελήφθησαν.
     Η αναίρεσις ισχυρισμών τοσούτον αβασίμως εθνοκτόνων διαφεύγει βεβαίως της παρούσης μονογραφίας τα όρια. Ευτυχώς σοφοί άνδρες και έγραψαν πολλά και θα διαλευκάνωσι τα πάντα προσεχώς. Και δεν θα μείνη εις ουδένα ουδ’ η ελαχίστη αμφιβολία, ότι οι Σλαύοι δεν επέδραμον ως κατακτηταί, αλλ’ ειρηνικώς προς συμπλήρωσιν ελαττωθέντος πληθυσμού, όσοι δ’ εκ τούτων δεν κατεστράφησαν εκ των πολέμων συνεχωνεύθησαν και αφομοιώθηκαν ταχέως προς τους εγχωρίους Έλληνας. Αι υπό των φιλοσλαύων επικαλούμεναι δύο σπουδαιόταται μαρτυρίαι εισίν αι εξής. Ο μεν Πορφυρογέννητος εν τη ιστορία του γράφει ότι μετά την τελευταίαν επιδρομήν «εσλαυώθη πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος», ο δε Πατριάρχης Νικόλαος 1061 μ. Χ. γράφει, ότι επί 218 έτη ήτοι από το 589 –807 αδεώς οι Σλαύοι την Πελοπόννησον ενέμοντο, ώστε μηδέ πόδα βαλείν όλως δύνασθαι εν αυτή Ρωμαίον άνδρα».
     Τας ανιστορήτους ταύτας μαρτυρίας ανήρεσαν πολλοί ξένοι και ημετέροι, δόντες αυταίς την αληθή εξήγησιν, Ειδικώς δε περί Γορτυνίας γράφει ο κ. Κανελλίδης: «Ούδαμού της Πελοποννήσου και πολλώ μάλλον εν Γορτυνία, φαίνονται αναμφισβήτητα ίχνη εγκαταστάσεως Σλαυϊκών φυλών και συγχωνεύσεως αυτών μετά του εγχωρίου στοιχείου, οι δε καλούμενοι Σλαύοι υπό των Βυζαντινών  ήσαν προδήλως συγγενείς Αλβανικοί, Κουτσοβλαχικοί και Ελληνικοί πληθυσμοί, κατελθόντες εις την ερημωθείσαν υπό του λοιμού Πελοπόννησον εκ Θεσσαλίας Ηπείρου και νοτιοδυτικής Μακεδονίας, ως μαρτυρούσι τα ονόματα των κωμών, των χωρίων και των τοποθεσιών, τα οποία μετήνεγκον απαραλλάκτως εκ των ιδίων πατρίδων. Εισήλθον ως φίλοι και ομογενείς μετά ποιμνίων, χάριν των αφθόνων νομών, και εγκατεστάθηκαν κυρίως εις χώρας υπαίθρους και ορεινάς». (σχετ. παραπομπή, Εν αρ. 3601 των «Καιρών» οίτινες ευμενώς εδημοσίευσαν πολλά κεφάλαια της παρούσης ιστορίας μετ’ ενθουσιωδών κρίσεων). Διότι ουδείς δύναται να βεβαιώση, ότι δικαιώματι κατακτητού επεζητήσαν τον εκσλαυϊσμόν των κατοίκων. Τουναντίον μάλιστα βεβαιούται, ότι πολλάκις υποτελείς όντες ετιμωρήθησαν υπό των Ελλήνων.
     Και ο μεν της ειρήνης στρατηγός Σταυράκης, «πολλήν αιχμαλωσίαν και λάφυρα κατά Θεοφάνην, ήγαγε», τω 783 καταγαγών εν τω ιπποδρόμω της Κωσταντινουπόλεως μέγαν θρίαμβον. Το δε 805 επί Νικηφόρου του Α’ αποστατήσαντες οι εν Πελοποννήσω Σλαύοι επολιορκήσαν τας Πάτρας κατά γήν και κατά θάλασσαν. Μη προφθάσαντος δε του εν Κορίνθω στρατηγού της Αυτοκρατορίας να φθάση οι Πατρείς μόνοι τη βοηθεία του πολιούχου Αγ. Ανδρέου επέφερον πανωλεθρίαν εις τους Σλαύους καταστήσαντες αυτούς έκτοτε οικτρούς δουλοπαροίκους, (παραπομπή Πορφυρογεννήτου Ιστορ. Σελ. 217, Σπ. Λάμπρου Δ’ Σελ. 57, 154 και 312), και βαρυτάτων φόρων υποτελείς εις τον στρατηγόν της Πελοποννήσου. Ομοίαν ήτταν υπέστησαν τω 922 υπό του στρατηγού Κρηνίτου του Αροτρά επί Ρωμανού δεινώς φορολογηθέντες καθόσον επήρχοντο έξωθεν και άλλοι Σλαύοι. Και επανέστησαν μεν αύθις μανιώδεις, κατά Φίλιψων, «πλήν τω 849 υπετάγησαν εντελώς επί Θεοδώρας υπό του στρατηγού Θεοκτίστου πλήν Μηλιγγών και Εζεριτών, καταφυγόντων εις τον Ταύγετον, όιτινες οριστικώς εξενικήθησαν τω 940 και γενόμενοι φόρου υποτελείς και εξηναγκάσθησαν εις παραδοχήν του Χριστιανισμού…..». (Τ. Κανδηλώρου. Ιστορία Γορτυνίας. Σελ. 36 – 38).
     Μια ακόμα καταγραφή σχετικά με την εποίκηση μερικών σλαβικών φύλων στην περιοχή μας είναι και η ακόλουθη:
     «….Περί των επικοικήσεων πληθυσμών Σλαυϊκής ή άλλης μη Ελληνικής καταγωγής εις τους Ελληνικούς χώρους και προ πάντων εις την Πελοπόννησον, των κατά τον 6ον, 7ον και 8ον αιώνα γενομένων, πολλά ελέχθησαν και εγράφησαν από των χρόνων του Φαλλμεράϋερ μέχρι των ημερών ημών….
     …..Των Σλαύων η εν Πελοποννήσω εγκατάστασις είνε αναμφίβολος. Αι ιστορικαί μαρτυρίαι, αι τοπωνυμαίαι και άλλοι λόγοι υποχρεούσιν ημάς ν’ απορρίψωμεν ασυζητητεί την θεωρίαν του Σάθα, αρνουμένου παντάπασιν την εν Πελοποννήσω Σλαύων εγκατάστασιν, και ν’ αποδεχθώμεν την τοιαύτην εγκατάστασιν αυτών ως αναμφισβήτητον γεγονός, ν’ αποδεχθώμεν δ’ επίσης ότι οι Σλαύοι εκείνοι έποικοι ήσαν αρκούντως πολυάριθμοι….». (Γ. Ι. Καρβελά. Αι εν Πελοποννήσω Σλαυϊκαί εποικήσεις. Σελ. 7 και 40).
     Και αυτά με τους ιστορικούς και τους Σλάβους από το Πρίπετ της Πολωνίας ή τους Βλαχικούς και Κουτσοβλαχικούς πληθυσμούς της Θεσσαλίας της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας. Εκείνο που αξίζει να επισημάνουμε εδώ είναι πώς έτσι ή αλλιώς, είτε δηλαδή αν η εποίκηση των Βλάχων, Κουτσοβλάχων και Σλάβων συντελέστηκε με ειρηνικό τρόπο, είτε με την άσκηση κάποιας λιγότερο ή περισσότερο βίας, η παρουσία  και η τρόπον τινά εγκατάσταση, κάποιων πληθυσμών που κατοικούσαν στα βόρεια της Ελληνικής χερσονήσου, κάνουν αισθητή την παρουσία τους, τους σκοτεινούς τούτους καιρούς, στον χώρο και στην ευρύτερη περιοχή που εξετάζουμε εδώ. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το ότι, «….Διότι πως άλλως δύναται να εξηγηθή το γεγονός, ότι εν εκείνοις τοις τόποις, εν οις πολυάριθμοι αλλόφυλοι (μάλιστα Σλαύοι) αναφέρονται ποτέ οικήσαντες, εν εκείνοις, λέγομεν τοις τόποις ακριβώς οικούσι και νύν συμπαγείς Βλαχικοί καλούμενοι πληθυσμοί;. Η κοιλάς δηλαδή του Ευρώτα, του Αλφειού, του Λάδωνος, τα πολλά της ορεινής Αρκαδίας…..
     …..οι Σλαυϊκής καταγωγής κάτοικοι των κοιλάδων του Αλφειού και Λάδωνος και της ορεινής Αρκαδίας ενίων μερών….». (Γ. Ι. Καρβελά. Αι εν Πελοποννήσω Σλαυϊκαί εποικήσεις. Σελ. 38 και 59).
     Το γεγονός ότι Βλάχοι, Κουτσόβλαχοι και Σλάβοι ήρθαν σαν μέτοικοι και εγκαταστάθηκαν όχι μόνον στην περιοχή μας, αλλά και στην Γορτυνία γενικότερα, είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Οι περισσότεροι ιστορικοί αναλυτές της εποχής, μας μεταφέρουν ότι οι πληθυσμοί αυτοί αφομοιώθηκαν στο έπακρο από τους ντόπιους Έλληνες. Οι σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ του εντοπίου στοιχείου και των «επυλίδων» καθώς επίσης και «δι΄ αλλήλων επιγαμιών» απορρόφησαν τα όποια ξενικά ή μη στοιχεία εποίκησαν στην περιοχή, τους προσέδωσαν εθνική συνείδηση και τους συμπεριέλαβαν στους κόλπους του Ελληνικού στοιχείου καθότι «…Έλλην, θεωρείται πας έχων ημετέραν παιδείαν….».
     Αλλά τι μας έμεινε τι κληρονομήσαμε από αυτή την εποίκιση; Σύγχρονοι αλλά και παλαιότεροι ερευνητές υποστηρίζουν ότι κάποιες λίγες λέξεις του ποιμενικού και αγροτικού κυρίως τομέα καθώς και κάποια τοπωνύμια παρέμειναν να θυμίζουν το «πέρασμα» των Σλάβων από την Γορτυνία και τον χώρο μας γενικότερα. Στις λέξεις και στα τοπωνύμια αυτά θα κάνουμε κάποια σχετική αναφορά και πιθανόν εδώ θα πρέπει να αναζητήσουμε και την εξήγηση του ονόματος που πήρε το χωριό μας. Βέβαια με το θέμα αυτό θα ασχοληθούμε εκτενέστερα στα επόμενα και στο ανάλογο οικείο κεφάλαιο «ΕΤΥΜΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΛΛΙΑΝΙΟΥ», που θα ακολουθήσει.
     Και πάλι τα χρόνια περνούσαν. Ήδη έχουμε διανύσει μια περίοδο 500 χρόνων από τότε που υπήρχε το «Όγκειον». Αλλά και η αρχή τουλάχιστον της νέας δεύτερης χιλιετίας που αρχίζουμε ακόμα σκοτεινή και δυσπρόσιτη παραμένει από ιστορικά ή άλλα γραπτά στοιχεία. Καθότι: «….Νέα θρησκεία επαγιώθη εν τω μεταξύ επί των απροσίτων ορέων, νέοι ναοί Βυζαντινού ρυθμού αντεκατέστησαν τους εγκαταλειφθέντας των διαλυθεισών κωμών, και νέοι συνοικισμοί άσημοι και ασθενείς κατηρτίσθηκαν επί των αποτομωτέρων τοποθεσιών….
     …. Τις οίδε δε υπό ποίους άρχοντας, απαιδεύτους και αφανείς, εξελίσσετο η άφροντις και εύκολος συμβίωσις των νομάδων και γεωργών, οίτινες μόλις θα εγνώριζον απλώς, ότι απαρτίζουν τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας….». (Τ. Κανδηλώρου. Ιστορία Γορτυνίας. Σελ. 36 – 38). Μιας αυτοκρατορίας που ήδη είχε αρχίσει η σταδιακή παρακμή της καθότι διάφοροι λαοί από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα αρχίζουν να σφίγγουν και να συρρικνώνουν τα σύνορά της.
     Ειδικά για το τέλος της περιόδου αυτής, εκείνο που αξίζει να σημειώσουμε εδώ, καθ’ όσον πληροφορούμαστε από τον ιστορικό Τ. Κανδηλώρο ένας μικρός από τους τελευταίους ηγεμονίσκους της περιοχής μας, ήταν και ο Λεόδωρος.  Η σχετική καταγραφή για τον Λεόδωρο έχει ως εξής: «…Εις… τούτων ήτο πιθανώς και ο εν Γορτυνία Λεόδωρος, μέγας γαιοκτήμων, νεωτερίσας και κτίσας επί των αρχαίων τειχών του Παληοκάστρου, της ακροπόλεως δηλ. του Βουφαγίου, νέον μεσαιωνικόν οχύρωμα, προς άμυναν. Ο μικρός ούτος δυνάστης κατώκει, κατά την παράδοσιν των προ της επαναστάσεως γερόντων, εις την Παναγίαν της Ηραίας, μεταξύ των χωρίων Μπέτσι και Καλύβια. Εκ του Λεοδώρου δ’ εκείνου μετωνομάσθη έκτοτε η Ηραία, μέχρι δε και τούδε καλείται Λειοδώρα, κυρίως δε τα πεδινά αυτής χωρία. Πλείονα περί τούτου δεν ηδυνήθημεν ένεκα της παρελεύσεως αιώνων να εξακριβώσωμεν. (σχετ. παραπομπή και Ιερώνυμου Βογιατζή περιοδείαν εν «Βύρωνι» φυλ. 1874 1-3)….». (Τ. Κανδηλώρου. Ιστορία Γορτυνίας. Σελ. 48).    

     2. ΦΡΑΓΚΟΙ


     Μετά τους Σλάβους σειρά είχαν οι Φράγκοι.
     Πρώτα οι Φράγκοι και μετά όλοι οι άλλοι. Και θα αναλύσουμε τι εννοούμε «μετά όλοι οι άλλοι».
     Η ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα αρχίζει με την Τέταρτη Σταυροφορία και είχε για πρωταγωνιστές τους Φράγκους (=Γάλλους). Οι Φράγκοι όμως δεν ήταν μόνοι τους. Μαζί τους ήταν ένα συνοθύλευμα από όλους σχεδόν τους λαούς της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Οι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι κατέγραψε η ιστορία ότι εξέδραμαν κατά της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι Φράγκοι λοιπόν πρώτα  πλαισιωμένοι και από διάφορους άλλους κατακτητές, όπως από Βουργούνδιους, Φλαμανδούς και Λομβαρδούς ευγενείς, Γερμανούς ιππότες, Βάρβαρους τυχοδιώκτες, στρατιώτες από την Καταλονία (βορειοανατολική Ισπανία), Φλωρεντιανούς τραπεζίτες, Ναπολιτάνους αυλικούς, πολυμήχανους Βενετσιάνους και Γενουάτες μεγαλέμπορους, Ναβαραίους, (βορειοδυτική Ισπανία), Αλβανούς και Ιωαννίτες ιππότες, ήταν αυτοί οι οποίοι μαζί με τους Έλληνες άρχοντες και πολιτικούς της εποχής που συγκρότησαν το «θέατρο», όπως λέει ο Μίλλερ, που λέγεται ΕΛΛΑΣ.
     Βρισκόμαστε κάπου στον Απρίλιο του 1205, όταν επανερχόμενος από την Παλαιστίνη ένας ονομαστός Γάλλος «τυχοδιώκτης», κατά τον Τ. Κανδηλώρο, με το όνομα Γοδοφέρδος Βιλαρδουίνος αποβιβάζεται με τον στρατό του στην Κυλλήνη. Αυτός σε συνεργασία με τον Γιουλέλμο Σαμπλίτ καταλύουν την σθεναρή αντίσταση του εν Ναυπλίου άρχοντα της Πελοποννήσου, Λέοντα Σγουρού, ο οποίος πρόσφατα είχε προσαρτήσει στην κυριαρχία του το Άργος και την Κόρινθο. Η καταλυτική μάχη δόθηκε στο κάστρο της Ακροκορίνθου, όπου ο Λέοντας Σγουρός αφού είδε πως έχανε τον αγώνα γκρεμίστηκε από τα τείχη καβάλα στο άλογό του. Οι Φράγκοι μαζί τους Βενετούς γιατί και αυτοί ήταν μέσα στο παιχνίδι, μοιράζουν την Πελοπόννησο σε 12 βαρονίες, οι οποίες απαρτίζονταν από μικρότερα κομμάτια γης, τα φέουδα. «…Και το με βόρειον το και μεγαλείτερον της Πελοποννήσου, απαρτιζόμενον εξ 24 φεούδων εδόθη εις τον Γκωτιέ Δεροζιέρ, απόγονον των κομήτων του Τουρίνου των συμμετασχόντων εις όλας τας σταυροφορίας όστις
                                 Κάστρον εποίησε φοβερόν εκεί εις την Μεσαρέαν
                                 Και Άκοβαν τ’ ωνόμασε κ’ εκείνος ήτον αυθέντης. 
(σχετ. παραπομπή στο Χρονικόν του Μωρέως. Στίχος 1832).
Το φρούριον εκτίσθη πλησίον της Κώμης του Βυζικίου επί αποτόμου και βραχώδους βουνού παρά την Βυζαντινήν Εκκλησίαν «Ευαγγελίστρια», ής τα ερείπεια σώζονται ακόμη. Ωνομάσθη δε Mate Griphonταυτόν ειπείν Ελληνοφόνιον. Ο λαός σήμερον καλεί αυτό το Κάστρον της Μονοβύζας ή του Γαλατά, είνε όμως τοσούτον κατεστραμμένον, ώστε μακρόθεν ουδόλως διακρίνεται….». (Τ. Κανδηλώρου. Ιστορία Γορτυνίας. Σελ. 50 - 51)Κατ’ άλλους δε ιστορικούς η ονομασία του κάστρου, «….Metagrifon εσήμαινεν ουχί τον φόνον των Γραικών αλλά σταμάτημα, εκ της αρχαίας γαλλικής λέξεως mater….».(Ουίλιαμ Μίλλερ. Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Σελ. 78).
     Έτσι λοιπόν φθάσαμε στην Άκοβα. Προτού συνεχίσουμε την ανάλυσή μας, ας μας επιτραπεί μια μικρή παρένθεση. Στο παρών σημείο της εργασίας μας, δεν έχουμε πρόθεση να καταγράψουμε σχολαστικά τα διάφορα γεγονότα που συνέβησαν στις ταραγμένες τούτες εποχές για τον τόπο μας. Έτσι λοιπόν και στο σημείο αυτό της εργασίας μας εστιάσαμε περισσότερο την προσοχή μας σε γεγονότα ή καταστάσεις που αφορούν κυρίως το χωριό μας. Επειδή και εδώ και τούτο θα δείξουμε στην συνέχεια, θα μας απασχολήσουν κάποια πράγματα από τι πιθανόν μπορεί να πήρε το όνομα το χωριό μας, αναφερόμαστε κυρίως σε πρόσωπα ή καταστάσεις οι οποίες πιθανόν συνέβαλαν στην δημιουργία και γενικότερα στην εξέλιξή του. Αυτό βεβαίως αν τούτο υπήρχε της εποχής στην εποχή που αναφερόμαστε. Μια δεύτερη επίσης παρατήρηση στο παρών σημείο που θα θέλαμε είναι να αναφέρουμε είναι ότι το έργο «Χρονικόν του Μωρέως» πρόκειται για ένα έμμετρο ποίημα περίπου 8.000 στοίχων γραμμένο περί το 1320 από κάποιον άγνωστο, πιθανολογείται γασμούλο, όπως λεγόταν τότε τα παιδιά από πατέρα Φράγκο και Ελληνίδα μητέρα, το οποίο εξιστορεί τον πρώτο αιώνα της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο. Μερικά περαιτέρω στοιχεία από το Χρονικό αυτό, θα μας απασχολήσουν και στην περαιτέρω ανάλυσή μας.
     Επί του παρόντος όμως καθόσον αναφέραμε και προηγουμένως δεν έχουμε πρόθεση να εκθέσουμε σχολαστικά τα γεγονότα της περιόδου αυτής. Συνοπτικά θα αναφέρουμε ότι οι δολοπλοκίες, οι μηχανορραφίες, οι σκοτωμοί και οι φυλακίσεις που έγιναν μεταξύ των απογόνων και των διαδόχων των πριγκίπων και πριγκιπισσών του «Πριγκιπάτου του Μορέως» δεν περιγράφεται.
      Ειδικά για την Άκοβα καθόσον είδαμε ότι ο πρώτος αυθέντης της ήταν ο εκ του Τουρίνου της Ιταλίας Γκωτιέ Δεροζιέρ, τον οποίον «…θανόντα άτεκτον τω 1263 εκληρονόμει η εξ αδελφής  ανεψιά αυτού Μαργαρίτα, κόρη του Βαρώνου του Γυθείου (Πασαβά) Ιωάν. Ντουϊγή και χήρα ιππότου τινός Γιλβέρτου Δεκόρ πεσόντος κατά την επί του όρους Καρύδι μάχην….».….». (Τ. Κανδηλώρου. Ιστορία Γορτυνίας. Σελ. 72). Παρ’ όλα αυτά η Βαρονία της Άκοβας μοιράζεται σε τρία κομμάτια. Το ένα παίρνει η Μαργαρίτα του Γυθείου και τα υπόλοιπα δύο η άλλη Μαργαρίτα κόρη του Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου, δεσπότη της Πελοποννήσου και δεύτερος γιος του κατακτητή που είδαμε το 1205, Γοδεφρείδου Βιλεαρδουίνου. Η πολύκροτη αυτή δίκη γιατί με δίκη έγινε η μοιρασιά της Βαρονίας της Άκοβας, άσχετα αν η απόφαση είχε παρθεί πριν από το ξεκίνημά της καταγράφεται μέσα από το Ελληνικό Χρονικό στους στίχους 7680 και μετά ως εξής: «….Εις τούτο θέλω αν μ’ αγαπάς επάρ’ τον Κολινέτον, / οπού ένι πρωτοστράτορας όλου του πριγκιπάτου. / κι ας έλθουσιν οι γέροντες της μπαρουνίας Ακόβου / κι ας φέρουσι τα πρακτικά οπού έχουσι μετ’ αυτούς / και ποίσετε την μοιρασίαν όλης της μπαρουνίας / ….». (Σ. Δραγούμη. Χρονικών Μορέως. Τοπωνυμικά – Τοπογραφικά – Ιστορικά. Σελ 234). Η εκτέλεση της θέλησης του δεσπότη πραγματοποιήθηκε από τον (prothofficier) Κολινέτο και των άλλων γερόντων της Βαρονίας. «…Ο πρωτοβεστιάριος Κολινέτος αναφέρεται και εις το Γαλλ. Χρον. Παράγραφο 526, le prothoffficier Colinet, αλλά δεν μνημονεύεται ούτε το επωνυμόν του , ούτε άλλη τις σχετική είδησις παρέχεται αυτού….». (Π. Καλονάρος. Χρονικόν Μορέως. Σχετ. παραπομπή).
     Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο για την Βαρονία της Άκοβας. Θα επανέλθουμε όμως στο οικείο κεφάλαιο με κάποια σχετική αναφορά για το αν θα πρέπει να αναζητήσουμε την ονομασία και την δημιουργία του χωριού μας στους δύσκολους τούτους χρόνους.

     3. ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ


     Σειρά είχαν οι Αρβανίτες  και οι Αλβανοί.
     Τα χρόνια περνούσαν. Η παρακμή της Φραγκοκρατίας ήταν πια γεγονός. Σε τούτο συνετέλεσε η έλλειψη αρρενογονίας εκ μέρους των διαφόρων αρχηγών και πριγκίπων του καθεστώτος. Οι Βυζαντινοί ανέκτησαν την Πελοπόννησο και περί το 1320 και την Άκοβα. Τότε και λίγα χρόνια αργότερα «….ο Μανουήλ (Κατακουζηνός) προς αναπλήρωσιν της ερημίας εκάλεσε σμήνος Αλβανικών οικογενειών, αίτινες εγκατασταθείσαι οριστικώς εις τα νοτιοδυτικά και την Αρκαδίαν απήρτισαν έκτοτε ιδίους αλλογλώσσους συνοικισμούς, μέχρις εσχάτων περισωθέντας, και εκαλλιέργουν την χώραν αυξανόμενοι καταπληκτικώς….». (Τ. Κανδηλώρου. Ιστορία Γορτυνίας. Σελ. 92).
     Μερικές ακόμα υπάρχουσες καταγραφές για την εποίκηση κάποιων πληθυσμών από τα βορειότερα τμήματα του ευρύτερου Ελληνικού χώρου είναι και οι ακόλουθες:
      «….Το 1350 – 1430 επί Μανουήλ Κατακουζηνού και Θεοδώρου Β’ Παλαιολόγου ήρθαν στην Πελοπόννησο αλβανόφωνοι χριστιανοί, καλεσμένοι από τους δεσπότες του Μυστρά να πυκνώσουν τον αραιωμένο από τους συνεχείς πολέμους, τους λιμούς και τις θεομηνίες πληθυσμό.
     Η καταγωγή τους ήταν από τους πανάρχαιους Ιλλιρυείς Έλληνες της Ηπείρου. Ορεσίβιοι βοσκοί και κυνηγοί, απλοϊκοί και άξεστοι, καρτερόψυχοι, με μεγάλη αντοχή, ρώμη και τόλμη, ψηλοί, αρρενωποί, λιγερόκορμοι και ωραίοι……
     ….Χριστιανοί, ακραιφνείς Έλληνες Ηπειρωτικής κι’ αυτοί καταγωγής, όπως και οι Σουλιμοχωρίτες (σ. σ. Σουλιμοχώρια Τριφυλλίας), ήσαν και οι Λιδωρίσιοι της Γορτυνίας. (Α. Τσέλαλης. Πλαπούτας. Σελ. 31 και 45).
     Ακόμα:
     «….Οι πιο πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Κόρινθο. Ομάδες πάλι από αυτούς ενίσχυσαν τους προηγουμένως εγκατασταθέντες και άλλες προχώρησαν προς το κέντρο της Πελοποννήσου, κυρίως προς την περιοχή της Καρύταινας που διαβρέχει ο Αλφειός. Οι μετακινήσεις τους εγίνοντο ειρηνικώς…..». (σχετ. παραπομπή Ζακυνθηνός Σιον. Το Δεσποτάτο του Μορέως. Σελ. 131 και 143). (Γ. Μιχαλακόπουλος. Το Σταυροδρόμι Αρκαδίας και ο οικισμός Μαυράδας. Σελ. 157).
     «….Τέλος η εσωτερική  μετακίνηση εντός της επαρχίας Ηπειρωτών μεταναστών, που στο μεταξύ πλήθαιναν με γάμους και τις επιμειξίες σταμάτησε γύρω στο 1600 μ.Χ….». (σχετ. παραπομπή Λάμπη Λούκου Το Αγρίδιον Αροανανίας σελ. 29). (Θ. Κ. Τρουπής. Σκαλίζοντας τις ρίζες μας. Σέρβου. Σελ 1036).
     Έτσι λοιπόν μέσα από την πληθώρα των καταγραφών περί της εποίκησης κάποιων πληθυσμών από τα βόρεια τμήματα της Ελλάδας έχουμε αναμφισβήτητη και την παρουσία του Βορειοηπειρωτικού στοιχείου και στον τόπο μας.

     4. ΤΟΥΡΚΟΙ (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)


     Μετά ήρθαν οι Τούρκοι.
     Δύο τρεις γενιές αργότερα, από τα γεγονότα που περιγράψαμε παραπάνω, ήρθαν οι Τούρκοι. Βρισκόμαστε κάπου γύρω στο 1458, όπου ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Β, ο πορθητής, κυρίαρχος πλέον της Κωνσταντινούπολης από το 1453 και της Βυζαντινής αυτοκρατορίας γενικότερα, κυριεύει το κάστρο της Άκοβας. Οι Τούρκοι μείνανε στην περιοχή μας και γενικότερα στην Πελοπόννησο, όσο η Ενετοί τους άφησαν γιατί συνεχώς τους πίεζαν με διάφορες πολεμικές συρράξεις μέχρι το 1685. Η Βενετία η οποία εξελίχθηκε σε μια μεγάλη θαλασσοκράτειρα δύναμη, εποφθαλμιούσε τα λιμάνια της Πελοποννήσου για τις θαλάσσιες μεταφορές της και δεν έπαψε να πιέζει την Οθωμανική αυτοκρατορία για το ποιος θα επικρατήσει στον «κατακαημένο Μοριά».

     5. ΕΝΕΤΟΙ


     Μετά ήρθαν οι Ενετοί.
     Έτσι φθάνουμε περίπου το 1699 όπου με την συνθήκη του Κάρλοβιτς  τερματίζεται ο έκτος Βενετό-τουρκικός πόλεμος. Με την συνθήκη αυτή οι Βενετοί κρατούν την Πελοπόννησο, την Λευκάδα και την Αίγινα και οι Τούρκοι ξαναπαίρνουν την Αττική. Ο πόλεμος αυτός είχε ξεκινήσει από το 1684 περίπου. Η Πελοπόννησος είχε ανακτηθεί από τους Βενετούς μερικά χρόνια νωρίτερα από την ημερομηνία του 1699. Οι Βενετοί, λαός «ευρωπαϊκός και πολιτισμένος» κατέγραψε σε μερικά χαρτιά που σώζονται σήμερα στην βιβλιοθήκη της πόλης, τι «κατέκτησε» από την Πελοπόννησο. Στις απογραφές αυτές, που πραγματοποίησαν σχεδόν σε τακτά χρονικά διαστήματα, καταγράφουν τα χωριά της Πελοποννήσου μέσα στα οποία βρίσκεται και το δικό μας. Επίσης, όπως θα δούμε εκτενέστερα παρακάτω καταγράφουν αναλυτικά τις ηλικίες και το φύλλο των ανθρώπων που κατοικούσαν στα διάφορα υπάρχοντα τότε χωριά.

     6. ΤΟΥΡΚΟΙ (ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ)


     Μετά ξαναήλθαν οι Τούρκοι.
     Ο έβδομος και τελευταίος Βενετό-τουρκικός πόλεμος (1714 – 1718) πέρασε στην ιστορία. Με την συνθήκη του Πασάροβιτς (1718) και η Πελοπόννησος ξανά στους Τούρκους μέχρι το 1821, οπότε τους διώξανε οι πρόγονοί μας.

     Γ. ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1821 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ)


     Σήμερα τα γεγονότα της περιόδου αυτής είναι λίγο πολύ γνωστά σε όλους μας. Αν εξαιρέσουμε την εποίκηση της τελευταίας δεκαετίας η οποία είναι η κύρια εποίκηση που σημειώνεται από τα επίσημα αρχεία των εμπλεκομένων Υπουργείων ή των αρχείων διαφόρων εφημερίδων, δεν έχουμε να καταγράψουμε κάτι σχετικό ή ανάλογο την περίοδο που εξετάζουμε εδώ.
     Η ιστορία επαναλαμβάνεται όπως φαίνεται και ο αριθμός των εποίκων από διάφορες χώρες κυρίως της Αλβανίας φθάνει σήμερα κατά πολλούς περί το εκατομμύριο. Ίσως θα λέγαμε ότι το νούμερο αυτό είναι κάπως υπερβολικό και θα συμφωνούσαμε πως η πραγματική εποίκηση διαφόρων ατόμων από διάφορες χώρες όπως το Πακιστάν, Ινδία κ.λ.π. δεν υπερβαίνει τις εξακόσιες χιλιάδες.

     3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ


     Αυτά ήταν λίγο από ιστορία, λίγο από μυθολογία, λίγο από γεωγραφία και λίγο από πότε και ποίοι λαοί «πέρασαν» από την Πελοπόννησο και από το χωριό μας ειδικότερα.
     Είναι γνωστό ότι η γεωγραφική θέση της πατρίδας μας, που βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεταξύ ανατολής και δύσης, βορρά και νότου, μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής, ήταν πολλές φορές η αιτία να οδηγηθεί σε διάφορες περιπέτειες και δοκιμασίες. Έτσι λοιπόν και ο δικός μας μικρός τόπος αναπόσπαστο κομμάτι του ευρύτερου Ελλαδικού χώρου γενικότερα, γνώρισε πολυάριθμες επιδρομές, λεηλασίες και καταστροφές από διάφορους λαούς, επίσης σφαγές, ατιμώσεις  σκλαβιά και ξενική κατοχή. Μέσα όμως από όλες αυτές τις περιπέτειες κατάφερε να κρατήσει δύο βασικά πράγματα, απόδειξη της συνέχειας της Ελληνικότητας και του σπουδαίου πολιτισμού του. Τα πράγματα αυτά, το ένα η γλώσσα του και το άλλο η εθνική του συνείδηση παραμένουν ακόμα σαν απόρθητα κάστρα να διατρανώνουν την Ελληνική υπόσταση στον μικρό μας πλανήτη. Πέρα από τα δύο αυτά βασικά πράγματα κράτησε και κρατάει ακόμα τα ήθη και τα έθιμά του. Αυτά γράφτηκαν στο πέρασμα των αιώνων από την πολύχρονη ιστορία του. Για πόσο όμως θα κρατήσουν ακόμα;. Αυτό θα το καταγράψουν οι επόμενοι ιστορικοί αναζητητές. Εμείς απλά τους βοηθάμε.



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου