Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Κεφάλαιο πρώτο.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η «ΛΕΒΙΤΣΑ»  Η «ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ» ΚΑΙ Η «ΙΣΤΟΡΙΑ» ΤΗΣ

     1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

     1Α. ΠΕΡΙ ΤΗΣ «ΛΕΒΙΤΣΑΣ»


     «Θέλω να σε αφηγηθώ αφήγησιν μεγάλην


       κι αν θέλης να με ακροαστής, ολπίζω να σ’ αρέση…..».
     Το παραπάνω δίστιχο αποτελεί τους δύο πρώτους στίχους ενός σημαντικού έργου που έχει τον τίτλο «Το Χρονικόν του Μορέως». Μερικά αναλυτικά και άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία για το έργο αυτό, θα παραθέσουμε στην συνέχεια του παρόντος. Προς το παρών θα αναφερθούμε στην λέξη «ΛΕΒΙΤΣΑ».
     Μέσα στο έργο λοιπόν αυτό, αναφέρεται μια φορά η λέξη «ΛΕΒΙΤΣΑ». Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζονταν κάποια μικρή ή μεγάλη πόλη – χωριό ή γενικότερα ένας οικιστικός χώρος στα χρόνια του Μεσαίωνα. Και για τα χρόνια που αναφερόμαστε και αναφέρεται και το εν λόγω έργο θα αναφερθούμε στην συνέχεια του παρόντος. Και πάλι όμως θα επιστέψουμε στην λέξη – χωριό «ΛΕΒΙΤΣΑ». Ποια ήταν η Λέβιτσα;. Που ήταν άραγε αυτή η πόλη ή το χωριό με το όνομα αυτό;. Ποια γεγονότα διαδραματίστηκαν στον χώρο του;. Τι έχουν γράψει μέχρι τώρα διάφοροι ιστορικοί και ιστοριοδίφες γύρω από την πόλη αυτή;. Κάποιος ιστορικός, και αυτό θα το δούμε αναλυτικά στην συνέχεια του παρόντος, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το τοπωνύμιο «Λέβιτσα» είναι «…..και αυτό ένα νεκρό τοπωνύμιο».
     Στο πόνημά μας λοιπόν αυτό θα προσπαθήσουμε να «νεκραναστήσουμε» την «ΛΕΒΙΤΣΑ». 

    1Β.  ΠΕΡΙ ΤΗΣ «ΑΝΑΚΑΛΥΨΗΣ»
   
     Όταν καταγράψαμε την ιστορία του χωριού μας στο έργο μας «ΤΟ ΚΑΛΛΙΑΝΙΟΝ – ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ – ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΩΤΗ – ΜΑΙΟΣ 2003», καταβάλαμε μεγάλη προσπάθεια να ανακαλύψουμε ονόματα παλαιότερων οικισμών – οικιστικών χώρων – στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας. Μερικά τοπωνύμια, παλιά νεκροταφεία και άλλα σκόρπια ευρήματα που κατά καιρούς έχουν βρεθεί στην ευρύτερη περιοχή του, καθώς και μερικές λαξευμένες πέτρες που σήμερα βρίσκονται χτισμένες στις περισσότερες καλύβες της ευρύτερης αγροτικής περιοχής του χωριού, μαρτυρούν πως η περιοχή μας από ανέκαθεν κατοικούνταν από λιγότερους ή περισσότερους ανθρώπους. Τοπωνύμια επίσης που σήμερα προφέρονται με τις λέξεις «παλιοκόνακα», «παλιοχώρι» αφήνουν να εννοηθεί επίσης την ανάπτυξη κάποιων μικρών οικισμών στον ευρύτερο χώρο της αγροτικής περιοχής, του Καλλιανίου.
     Από τα χρόνια του «πολύτιμου», περιηγητή Παυσανία (περί το 174 μ. Χ.), ο οποίος έχουμε αναφέρει βρήκε, και να σημειώσουμε εδώ ότι είναι η μοναδική έγγραφη αναφορά που έχει σωθεί μέχρι σήμερα, το αρχαίο χωριό Όγκειο κάπου στην περιοχή του κάμπου του χωριού μας, πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι το 1698, όπου επίσης έχουμε την πρώτη έγγραφη αναφορά, που κατέγραψε το χωριό μας με το όνομα Καλλιάνι και με σπίτια πέντε (5). Τι γινόταν άραγε όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν;. Ποίοι οικισμοί και σε ποιες τοποθεσίες αναπτύχθηκαν στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας;.
     Στο έργο μας, που αναφέραμε παραπάνω, είχαμε αφήσει κάποιες αιχμές για το ποια θα μπορούσε να ήταν η πιθανή τοποθεσία της Λέβιτσας. Επειδή όμως τότε, – Μάιος 2003 –, δεν είχαμε κάποια περαιτέρω στοιχεία που χρειαζόμαστε για την απόδειξη αυτή, είχαμε αφήσει το θέμα ανοικτό. Τώρα λοιπόν και έπειτα από τις νεότερες και περισσότερο διεξοδικές έρευνές μας, μπορούμε να πούμε με περισσή βεβαιότητα ότι η Λέβιτσα ήταν ένας οικισμός της περιοχής του χωριού μας. Το γιατί και το πού βρίσκονταν ο οικιστικός αυτός χώρος – χωριό, θα προσπαθήσουμε αναπτύξουμε στο πόνημά μας αυτό, παραθέτοντας συγχρόνως και τα απαραίτητα συνοδευτικά και αποδεικτικά έγγραφα.
     Στο σημείο αυτό όμως, ας επιστέψουμε λίγο στο έργο με τίτλο: «Το Χρονικόν του Μορέως», μέσα στο οποίο όπως προείπαμε, βρίσκεται καταγεγραμμένη η περίεργη αυτή λέξη «Λέβιτσα» και η οποία αντιστοιχούσε σε κάποιο χωριό της περιοχής μας. 

     1Γ.  ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ»
    Όπως σας υποσχεθήκαμε ας δούμε λοιπόν στο σημείο αυτό, μερικά αναλυτικά και ενδιαφέροντα στοιχεία για το έργο με τον τίτλο: «Το Χρονικόν του Μορέως». Έτσι λοιπόν, «Τα Χρονικά του Μορέως,—ώς επεκράτησε να ονομάζωνται κατά συνθήκην,—είναι σειρά κειμένων του 14ου αιώνος, αναφερομένων είς την έξέλιξιν του φράγκικου πριγκιπάτου της Πελοποννήσου, του ίδρυθέντος μετά την Δ' Σταυροφορίαν, ούτινος αφηγούνται την ίστορίαν χρονογραφικώς, κατά το μεσαιωνικόν σύστημα. Είς τας βιβλιοθήκας της Ευρώπης περιεσώθησαν και από των αρχών του παρελθόντος αίώνος έχουσι άνευρεθή τοιαύται παλαιαί περί του Μορέως χρονογραφίαι εις τεσσάρας διαφόρους γλώσσας, ήτοι είς δημώδη έλληνικήν, γαλλικήν, ιταλικήν καί άραγωνικήν. Των τεσσάρων τούτων αλλόγλωσσων, αλλά κοινής προελεύσεως διατυπώσεων, ή μελέτη άπήτησε κόπους μακρούς, ή δε έρευνα εν γένει περί τα κείμενα άπησχόλησε το πνεύμα καί έπεβράχυνε την ζωήν σπουδαίων επιστημόνων, από του ρωμαντικού Buchon, όστις, τω 1825, άνεκίνησε το θέμα τούτο, του θετικού Hopf κατόπιν, μέχρι του ίδικού μας Αδαμαντίου, όστις προς τιμήν της Ελληνικής επιστήμης κατώρθωσε να δώση μίαν θετικήν κατεύθυνσιν είς το ζήτημα της αρχικής προελεύσεως των Χρονικών, τό τόσον δυσχερές και πολύπλοκον, καί τό οποίον ακόμη παραμένει άλυτον….». (Π. Π. Καλονάρου. Το χρονικόν του Μορέως. Σελ. ζ’).
     Παρ’ ότι υποστηρίχθη ότι το εν λόγω έργο «.…αφηγείται την ιστορίαν χρονογραφικώς, κατά το μεσαιωνικόν σύστημα….», εμείς θα λέγαμε ότι ο συντάκτης του έργου αυτού, για τον οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω, προσπαθεί να αντιγράψει τον «Θείο Όμηρο» και τα δύο ονομαστά του έργα. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήξαμε μετά από κάποιες κοινές διαπιστώσεις που υπάρχουν και στα δύο αυτά έργα, καθώς και κάποιες ενδείξεις που θα παραθέσουμε στις αναλύσεις μας, στην συνέχεια του παρόντος. Αν και στο σημείο αυτό, αποδειχθεί ότι σφάλουμε με τον αυθαίρετο παραλληλισμό μας, τον οποίο επιχειρούμε μεταξύ των δύο αυτών έργων, για εκείνο που θα μπορούσαμε να εμμείνουμε και να αποδείξουμε είναι ότι ο συγγραφέας του «Χρονικού», γνώριζε αρκετά καλά, την αρχαία Ελληνική ιστορία, αφού κάποια στοιχεία ή κομμάτια από αυτήν, χρησιμοποιεί και αυτό θα το δούμε στην συνέχεια και στο δικό του έργο. 

     1Δ. ΠΕΡΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΣ ΤΟΥ «ΧΡΟΝΙΚΟΥ» ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣ ΑΥΤΌ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
     «Περί της ακριβούς χρονολογίας της συντάξεως των Χρονικών, της σχέσεως των κειμένων προς άλληλα, της προελεύσεως των πηγών καί του συγγραφέως έχουν διατυπωθή αί πλέον αλληλοσυγκρουόμεναι απόψεις. Καί άναφορικώς μεν πρός το ζήτημα των χρονολογιών έχει διαπιστωθή ότι των ελληνικών κειμένων ή σύνταξις έπραγματοποιήθη περί το 1388, του κώδικος Κοπεγχάγης προ της χρονολογίας ταύτης, του δε Παρισινού μετά το 1388. Το γαλλικόν κείμενον πιστεύεται ότι έγράφη μεταξύ των ετών 1332—1346, ως προς το Άραγωνικόν δε δεν υφίσταται ζήτημα, διότι, ως προηγουμένως ελέχθη, τα κατά την συγγραφήν αυτού είναι αρκούντως γνωστά….(επερατώθη την 24 Οκτωβρίου 1393)....». (Π. Π. Καλονάρου. Το χρονικόν του Μορέως. Σελ. ια’ – ιβ’).
     Σύμφωνα λοιπόν με την χρονολογία καταγραφής του έργου και εμείς θα αναφερθούμε στην εποχή αυτή, αλλά περισσότερο θα μας απασχολήσει ακριβώς η χρονολογία του έτους 1263. Συγκεκριμένα θα ασχοληθούμε από την άνοιξη μέχρι το Φθινόπωρο του έτους αυτού. Αυτή είναι και η ακριβής ημερομηνία κατά την οποία μνημονεύεται η «ΛΕΒΙΤΣΑ».
     Ως προς την γενικότερη περίοδο της αφήγησης των Χρονικών θα πρέπει να αναφέρουμε ότι αυτά περιγράφουν τα γεγονότα από το 1104 μ. Χ., περιληπτικά μεν στην αρχή, αλλά κυρίως «….κέντρον της άφηγήσεως αποτελεί ή περίοδος της ηγεμονίας του Γουλιέλμου Βιλλαρδουΐνου, (1245—1278), ό όποίος είναι και ο κυριώτερος ήρως της προτιμήσεως του Χρονογράφου, μετά δε τον θάνατον αυτού αρχίζει ή περίοδος της παρακμής με τους βαΐλους του βασιλέως της Νεαπόλεως και τους δύο αλλεπάλληλους συζύγους της Ισαβέλλας Βιλλαρδουΐνης, τον Φλωρέντιον Άναγαυϊκον κατ' άρχάς, (1289—1297), κατόπιν δε τον Φίλιππον της Σαβοΐας, (1301—1307). Κατά την περίοδον αυτήν σταματούν τα Χρονικά του Μορέως….». (Π. Π. Καλονάρου. Το χρονικόν του Μορέως. Σελ. ια’). Να αναφέρουμε ενδεικτικά εδώ, πως μερικές όμως εκδόσεις, όπως αυτή του Αραγωνικού, συνεχίζουν την εξιστόρηση των περιγραφομένων γεγονότων και πέραν του 1307 μ.Χ. ήτοι μέχρι του έτους 1377 μ.Χ. 

     1Ε. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
     «Ως προς το ζήτημα του συγγραφέως του ελληνικού κειμένου και δη του της Κοπεγχάγης νομίζομεν ότι ελέχθη καί υπεστηρίχθη κατά κόρον πλέον ότι ούτος ήτο γασμούλος και ουχί γνήσιος φράγκος. Είναι ανάγκη να παρατηρήσωμεν ότι είς τον Μορέαν, λόγω ελλείψεως γαλλίδων γυναικών, ή τρίτη ή το πολύ ή τετάρτη γενεά των αρχικών κατακτητών ήσαν μιγάδες, από των τέκνων του πρίγκιπα Γουλιέλμου Βιλλαρδουΐνου, μέχρι του τελευταίου ίππότου ή αστού. Η δέ μιγάς αυτή φραγκική κοινωνία έχουσα ως παράδειγμα αυτόν τον πρίγκιπα ώμίλει την δημώδη έλληνικήν μετά τόσης ευκολίας, ώστε αυτή κατήντησε το σύνηθες γλωσσικόν ιδίωμα και βαθμηδόν ή μοναδική αυτών μητρική γλώσσα….». (Π. Π. Καλονάρου. Το χρονικόν του Μορέως. Σελ. ιβ’).
     Με άλλα λόγια «γασμούλος» εννοείτε ο «μιγάς» που προήλθε από Φράγκο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα.
     Αυτά ήταν μερικά στοιχεία γύρω από το έργο με τίτλο: «Το Χρονικόν του Μορέως». Ας δούμε όμως στο σημείο εδώ μερικά στοιχεία γύρω από την «ΛΕΒΙΤΣΑ».

     2. ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΛΕΒΙΤΣΑ ΚΑΙ ΤΙ ΕΧΕΙ ΓΡΑΦΤΕΙ ΓΙ’ ΑΥΤΗΝ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ

     2Α.  ΕΙΣΑΓΩΓΗ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΕΒΙΤΣΑ
     Στην εισαγωγή μας καταγράψαμε αρκετά ερωτήματα μερικά εκ των οποίων ήταν και τα:, «ποια ήταν η Λέβιτσα;» καθώς επίσης και το «ποια γεγονότα διαδραματίστηκαν στον χώρο της;». Νομίζουμε ότι ήλθε ο καιρός να αρχίσουμε να απαντάμε σε μερικά από αυτά. Έτσι λοιπόν στο εν λόγω έργο και συγκεκριμένα στον στίχο 4833 αναφέρεται το εξής χαρακτηριστικό: «….εκείθεν εκ την Λέβιτσαν στην Κάπελην ανέβη,….». Το ποιος όμως και το πότε «ανέβη» είναι λίγο δύσκολο να εξηγήσουμε αν δεν πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και με την σειρά. Για τον λόγο αυτό, στο σημείο εδώ, θα κάνουμε μια μεγάλη παρένθεση για να παρακολουθήσουμε τα γεγονότα από την αρχή για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε έτσι και το κύριο θέμα μας που είναι η «εξόρυξη» της «ΛΕΒΙΤΣΑΣ» από την αφάνεια μερικών αιώνων από σήμερα.
     Ενδεικτικά όμως και τούτο για την καλύτερη παρακολούθηση των γεγονότων, που θα περιγράψουμε και θα αναλύσουμε διεξοδικότερα στην συνέχεια, θα αναφέρουμε μόνον ότι, εκεί κατέλυσε ο αδελφός του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Μιχαήλ του Η’ Παλαιολόγου (1261 – 1282), ο Κωνσταντίνος, μετά την ήττα που υπέστη στην μάχη με τους Φράγκους, στην θέση Πρίνιτσα.
     Ας δούμε λοιπόν τι υπάρχει γραμμένο, για το χωριό – πόλη ή τέλος πάντων, οικιστικό χώρο, με το όνομα «ΛΕΒΙΤΣΑ» μέχρι σήμερα. 

     2Β. ΤΙ ΕΧΕΙ ΓΡΑΦΤΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΕΒΙΤΣΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ 

     Α. ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ Δ. ΜΠΟΥΤΣΙΚΑ «Η ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΗΛΕΙΑ (1205-1428). ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ – ΚΑΣΤΡΑ – ΝΑΟΙ. ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ. ΣΕΛ. 103 – 104». 

     Βρήκαμε δύο κυρίως εκδόσεις μέσα στις οποίες αναφέρονται κάποια στοιχεία για την πιθανή τοποθεσία της Λέβιτσας. Στοιχεία και από τις δύο αυτές εκδόσεις θα παραθέσουμε στην συνέχεια του παρόντος. Θα παραθέσουμε επίσης, στην συνέχεια του παρόντος, κάποιες άλλες έγγραφες περιληπτικές αναφορές που έχουν γίνει, στο παρελθόν για τον οικιστικό αυτόν χώρο.
     Ας ξεκινήσουμε όμως με την πρώτη έγγραφη αναφορά και η οποία είναι αυτή μέσα από την έκδοση του Ανδ. Δ. Μπούτσικα στο έργο του, με τίτλο: «Η Φραγκοκρατία στην Ηλεία (1205-1428) Τοπωνύμια - Κάστρα- Ναοί. Τόμος Δεύτερος, μέσα από τις σελίδες 103 και 104». Η αναφορά λοιπόν για την Λέβιτσα, μέσα από την έκδοση αυτή, είναι η ακόλουθη: 

     «ΛΕΒΙΤΣΑ
     Η Λ έ β ι τ σ α. Είναι ένα μικροτοπωνύμιο που αναφέρεται μόνο μια φορά στο ελληνικό -Χρονικόν- του Μορέως στη μάχη της Πρίνιτσας το 1263. Όπως παρακολουθήσαμε διεξοδικά στον πρώτο τόμο, ο Φράγκος στρατηγός JΕΑN DΕ ΚΑΤΑVAS με ένα μικρό στρατιωτικό τμήμα του επιτέθηκε κατά των βυζαντινών και τους κατατρόπωσε. Τότε ο αδερφός του αυτοκράτορα Μιχαήλ, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, πανικόβλητος, καβαλίκευσε ένα γοργοπόδαρο τούρκικο άλογο και έφυγε για τον Μυστρά, έχοντας ως οδηγό κάποιον που γνώριζε την περιοχή και ίσως ήταν Σλάβος. Πέρασαν από τη Λέβιτσα και ανέβηκαν στην Κάπελη, διαβαίνοντας άγριους τόπους:


εκείθεν εκ την Λέβιτσαν στην Κάπελη ανέβη,


αγρίους τόπους εδιάβησαν να μην τους εγνωρίσουν. (Στίχ. 4833 - 4834)
     Σύμφωνα με την αφήγηση του «Χρονικού» η Λέβιτσα βρισκότανε κοντά στην Πρινίτσα, μάλλον βορειοανατολικά της προς το μέρος της Κάπελης. Ο καθηγητής Κ. Ν. Ηλιόπουλος (Το Τοπωνυμικόν της Ηλείας, σελ. 156) αναφέρει τη θέση Λεβίτσα κοντά στο Χελιδόνι. Αλλά το Χελιδόνι πέφτει πολύ χαμηλά, από όπου είναι αδύνατο να πέρασε. Έτσι εύκολα μπορεί ν' αναρωτηθεί κανείς, ποιά γεωγραφική σχέση υπάρχει ανάμεσα στη Λέβιτσα και Λεβίτσα, αφού μόνο στον τονισμό διαφέρουν. Τοπογραφικά δεν έχει σχέση, γιατί η Κάπελη πέφτει, όπως είπα­με, πολύ ψηλά, άπου υπήρχαν το δάση της Πρινίτσας και απέφυγαν την καταδίωξη των Φράγκων οι ηττημένοι Βυζαντινοί.
     Με τα δεδομένα αυτά, η Λέβιτσα στο Χελιδόνι δεν έχει σχέση με τη Λέβιτσα της Κάπελης. Ωστόσο, είναι ενδεχόμενο από τη Λέβιτσα ίσως αναγκάστηκαν μεταγενέστερα να κατεβούν χαμηλότερα στην περιοχή πολλοί ή λίγοι κάτοικοι, σε τόπους ήμερους και παραγωγικούς. Έτσι πιθανώς έδωσαν στη νέα τους διαμονή ένα δικό τους όνομα, σαν ανάμνηση του χωριού τους που έφθασε μέχρις εμάς. Αυτό, όμως ως υπόθεση μόνο μπορεί να τεθεί γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία.
     Το τοπωνύμιο αυτό, επειδή υπήρχε στα χρόνιο της Φραγκοκρατίας, έχει χαρακτηρισθεί από το VΑSΜΕR «σλαβικό» και κατ’ αυτόν δηλώνει «όνομα νερών» ή «αριστερός». Αλλά και τα δυο, δεν σημαίνουν τίποτα. Το μέρος βρίσκεται στην περιοχή της Κάπελης και δεν έχει τόσα πολλά νερά. Ούτε και το «αριστερός» λογικά ευσταθεί...
     Είναι και αυτό, ένα νεκρό τοπωνύμιο....». (Ανδρέα Δ. Μπούτσικα. Η Φραγκοκρατία στην Ηλεία 1205-1428). Τοπωνύμια – Κάστρα – Ναοί. Τόμος Δεύτερος. Σελ. 103 – 104).
 
     Β. ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΤΕΦ. Ν. ΔΡΑΓΟΥΜΗ «ΧΡΟΝΙΚΩΝ ΜΟΡΕΩΣ. ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΑ – ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ – ΙΣΤΟΡΙΚΑ. ΣΕΛ. 172 – 173».
 
     Μια ακόμα έγγραφη αναφορά για την πιθανή τοποθεσία της Λέβιτσας είναι και αυτή που μας δίνεται από τον Στ. Ν. Δραγούμη στο έργο του, με τίτλο: «Χρονικών Μορέως. Τοπωνυμικά – Τοπογραφικά – Ιστορικά, στις σελίδες 172 και 173. Ας την δούμε: 

     ΛΕΒΙΤΣΑ
     «….Την Λέβιτσαν ο αυτός εκδότης Σμίτ θέλει θέσιν επί του οροπεδίου. Αλλά το Ελληνικό Χρονικόν εικονίζει τον εν φυγή Παλαιολόγον οδηγούμενον από Πρινίτσης («εκείθεν») δια της Λεβίτσης («εκ την Λέβιτσαν») όπως αναβή εις το οροπέδιον («στην Κάπελη ανέβη»). Από δε της Πρινίτσης, της κειμένης ως εδείχθη (Πυρί), επί της αριστεράς όχθης του ποταμού (Χάρτης Γαλλικού Επιτελείου: Rouphia εν τη Ηραία ή Λειοδώρα) είτε εκείθεν απ’ ευθείας είτε δια Σέρβου, - αν δεχθή της ως πιθανώτερον ότι εκεί εγκατέλειπε τον στρατόν αυτού ο Σεβαστοκράτωρ, - επί της προς της Κάπελην διόδου συμπίπτει η σημερινή κώμη Βερβίτσα (Χάρτης Γαλλικού Επιτελείου Vervitsa εν τω υπό την κλήσιν Akovaes – γνωστώ οροπεδίω), ής το όνομα φαίνεται ως εκ παρακρούσεως μετατραπέν εις το εν τω Ελληνικό Χρονικόν Λέβιτσα. Όνομα «Λέβιτσα» ουδαμού της Πελοποννήσου ούτε επί του χάρτου, ούτε εν Γενικής Απογραφής της Ελλάδος, ούτε εν B.D.C. (σ. σ. εννοεί την απογραφή PACIFICO – 1704) απαντά. - Έν BDC Territorio di Caritena, σ. 129 στήλη α’: Vervizza. Η Βερβίτσα εν ΕΛΛ (Ελληνικά Ιακ. Ρ. Ραγκαβή) σελ 721 και εν ΓΑΕ φέρεται πρωτεύουσα του τέως δήμου Τροπαίων μετά κατ. 2182.
     Και ταύτα μεν περί των τοπωνυμικών παρενθέτως….». (Στεφ. Ν. Δραγούμη. Χρονικών Μορέως. Σελ. 172 – 173).
     Και ταύτα μεν, θα επαναλάβουμε και εμείς, περί Λέβιτσας. 

     2Γ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΕΒΙΤΣΑ
     Αυτές κυρίως ήταν οι δύο βασικές εκδόσεις, που βρήκαμε και οι οποίες αφορούν την καταγραφή και την πιθανή τοποθεσία της Λέβιτσας. Έτσι λοιπόν όπως είδαμε ο μεν πρώτος ερευνητής, (Ανδρέας Δ. Μπούτσικας), ανάγει περισσότερο το τοπωνύμιο αυτό στην ευρύτερη περιοχή του χωριού Χελιδόνι της Ηλείας, για το οποίο στην συνέχεια όμως αμφιβάλει, λέγοντας χαρακτηριστικά: «....Αυτό, όμως ως υπόθεση μόνο μπορεί να τεθεί γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία....» και να καταλήξει τελικά στο: «....Είναι και αυτό, ένα νεκρό τοπωνύμιο....», ενώ ο δεύτερος, (Στεφ. Ν. Δραγούμης), ταυτίζει την Λέβιτσα με την παλαιότερη ονομασία του χωριού Βερβίτσα ή άλλως το σημερινό χωριό και πρωτεύουσα του Δήμου μας, τα Τρόπαια.
     Όμως στο σημείο αυτό ας μας επιτραπεί μια ακόμα παρένθεση για να παρεμβάλουμε την ανάλυση μιας ακόμα ενδιαφέρουσας λέξης, την οποία κατέγραψαν οι προηγούμενοι ερευνητές και η οποία φέρεται με το όνομα «Πρίνιτσα».
     Ποια ήταν όμως η Πρίνιτσα και τι έχουν γράψει γι’ αυτήν; Τις απαντήσεις στο ερώτημα αυτό, παραθέτουμε στην συνέχεια.

     3. ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΠΡΙΝΙΤΣΑ ΚΑΙ ΤΙ ΕΧΕΙ ΓΡΑΦΤΕΙ ΓΙ’ ΑΥΤΗΝ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ

     3Α. Η ΠΡΙΝΙΤΣΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ Δ. ΜΠΟΥΤΣΙΚΑ «Η ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΗΛΕΙΑ 1205-1428. ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ – ΚΑΣΤΡΑ – ΝΑΟΙ. ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ. ΣΕΛ. 73 – 78».

     «…Η ΠΡΙΝΙΤΣΑ

     Η Πρίνιτσα είναι ένα τοπωνύμιο με ενδιαφέρουσα ιστορία. Το 1263 έγινε μια μεγάλη μάχη που κατέληξε σε συντριβή της μεγάλης στρατιάς των βυζαντινών του Μυστρά, από το μικρό τμήμα, απόσπασμα, θα το χαρακτήριζε κανείς, του Φράγκου στρατηγού JΕΑΝ ΚΑΤΑVAS.
     Για την ακριβή τοποθεσία της Πρινίτσας, δεν συμφωνούν οι διάφοροι ερευνητές, και αυτό οφείλεται στην τοπογραφική ασάφεια των «Χρονικών» που δεν την προσδιορίζουν επακριβώς. Αλλά και η ονομασία της στα παραπάνω «Χρονικά», δεν έχει την ίδια ακριβώς μορφή. Στο ελληνικό «Χρονικόν» αναφέρεται ως Πρινίτσα και στο γαλλικό ως LΑ ΡRΕΝΙCΑ, ενώ στο αραγωνικό (παράγραφος 350) ως ΡΕRΝΙCΑ και (στην επόμενη 351) ως ΡΕRΙΝCΑ. Η παραπάνω ασυμφωνία ίσως οφείλεται σε τυπογραφικό λάθος, ως προς τη μορφή της ονομασίας της.
     Ο Γάλλος μεσαιωνοδίφης J. ΒUCΗΟΝ, όταν κατά τα μέσα του περασμένου αιώνα επισκέφτηκε την περιοχή, επισήμανε τη θέση της στο χωριό Βίλλιζα, που αναφέρει ότι βρίσκεται σε απόσταση διόμισυ λεύγες από το χωριό Λάλα. Ο LOΝGNΟΝ στις αρχές του αιώνα μας, υιοθέτησε την άποψη του ΒUCΗΟΝ καθώς και ο καθηγητής Δ. Ζακυθηνός. Και ο ερευνητής Καλονάρος, συμφωνεί με αυτή την τοποθέτηση, όταν γράφει: «...ότι εκείτο παρά το χωρίον Βίλλιζα του τ. δήμου Ολυμπίων, του νομού Ηλείας». Αλλά και ο ΜILLER αναφέρει ότι δεν βρίσκεται μακριά από την αρχαία Ολυμπία, χωρίς όμως να προσδιορίζει ακριβώς τη θέση της. Αντίθετα ο Αδ. Αδαμαντίου («Τα Χρονικά του Μορέως», σελ. 359), σημειώνει ότι βρισκόταν χαμηλά στις εκβολές του Αλφειού, χωρίς προφανώς να έχει συμβουλευτεί τα «Χρονικά», τα οποία ρητά αναφέρουν ότι βρισκόταν σε δύσκολη και δασωμένη περιοχή της Κάπελης.
     Ο γυμνασιάρχης Γ. Παπανδρέου («Η Ηλεία δια μέσου των αιώνων», σελ. 355), αναφερόμενος στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του περιηγητή Πουκεβίλλ, γράφει ότι μετά τα χωριά Μοιράκα, Νεμούτα και Πόθου, ανέβηκε στη VΙΝΙΤΖΑ (Βινίτσα). Ο Πουκεβίλλ αναφέρει αυτά στην εργασία του «VOYAGE DE GRECE» (τόμ. Ε σελ. 437) και ο Παπανδρέου σωστά ταυτίζει τη Βινίτσα με την Πρινίτσα. Έτσι ταιριάζει όχι μόνο ηχοφωνητικά αλλά και τοπογραφικά, σύμφωνα με τις ενδείξεις των «Χρονικών».
     Ο Στέφ. Δραγούμης (Περιοδ. «Αθηνά», τόμ. ΚΓ σελ. 418) τοποθετεί σε τελείως διαφορετικό μέρος την Πρινίτσα. όταν γράφει: «Εκεί μεταξύ των κωμών ΒELESI (Μπέλεσι) του δήμου θελπούσης της Γορτυνίας, ΓΑΕ σελ. 398) και το Ρ Ι R Ι (Πυρί του δήμου Ηραίας, αυτόθι) ζητητέα η ΡΕRNICΑ, ης το υποκοριστικόν όνομα έχει τον πρώτον σύνθετον μέρος παρόμοιον το Πυρί». Έτσι χωρίζει τις δυο παραπάνω λέξεις σε ΡΙR(ΙΝΚΑ) και ΡΙR(ΝΙΚΑ). Πρέπει να εξακριβωθεί το πώς πήρε το πρώτο συνθετικό της και τι σχέση μπορεί να έχει με το «πυρ» αυτή η ορεινή παραποτάμια τοποθεσία που σήμερα φέρνει το όνομα «Πυρρής».
     Η Πρινίτσα, σύμφωνα με την περιγραφή των «Χρονικών», βρισκόταν στην άκρη των Σκορτών, κοντά στη GRESERΑ. Στις λίστες των κάστρων και φέουδων του 1377, το Γούμερο αναφέρεται κοντά στα Σκορτά. Όπως φαίνεται, αυτά πρέπει ν' αρχίζουν από εκεί κοντά. Ο καθηγητής Α. ΒΟΝ (όπ. παρ. σελ. 317), αναφέρει ότι μετά τους λόφους της «Ώλενας, ανατολικά, αρχίζει η περιοχή των Σκορτών».
     Καθώς ο Δραγούμης υποδεικνύει την Πρινίτσα στο χωριό Πυρί (Πυρρής), βλέπουμε ότι αυτό δεν πέφτει στην Κάπελη, ούτε και σε μέρος δύσκολο και δασωμένο, όπως με σαφήνεια ορίζει το «Χρονικόν».
     Αλλά, ας αναφερθούμε λεπτομερειακά στο θέμα της μάχης. Αυτό θα μας βοηθήσει περισσότερο. Το 1263 τα φουσάτα των Βυζαντινών του Μυστρά, ξεκίνησαν με αντικειμενικό τους στόχο την Ανδραβίδα, την πρωτεύουσα των Φράγκων στο Μοριά. Αλλά, καθώς κατασκήνωσαν στην Πρινίτσα, οι Σκορτινοί κατατρόμαξαν από τον τεράστιο όγκο του στρατού που αντίκρισαν, ώστε μόνοι τους πήγαν και προσκύνησαν το Μέγα Δομέστικο, όπως μας πληροφορεί το «Χρονικόν»:


Απ' αυτού εκατέβηκεν ολόρθα εις την Πρινίτσαν


εκεί κατούνες έπιασαν, έστησαν τις τέντες.


Ιδόντα γαρ οι Σκορτινοί το πλήθος του φουσάτου


ευθέως τον επροσκύνησαν.


(στίχ. 4673 - 76)
     Τα «Χρονικά», όπως λεπτομερειακά παρακολουθήσαμε στον πρώτο τόμο, δεν συμφωνούν με τη συνολική δύναμη του βυζαντινού στρατού που κατασκήνωσε στην Πρινίτσα. Το ένα αναφέρει 20.000, ενώ το άλλο 15.000. Ακόμα και το δεύτερο νούμερο να δεχτούμε, δεν παύει να είναι μια μεγάλη στρατιά που σκορπούσε τον τρόμο και τον πανικό.
     Ξεκινώντας από το Μυστρά, φτάνουν στη Βελιγοστή (Μεγαλόπολη), όπου καίνε την αγορά της και στη συνέχεια φτάνουν στην Καρύταινα. Την άλλη μέρα προχωρούν για τη Λιοδώρα «κατεβαίνοντας το παραπόταμον του Αλφέως».
     Στην Καρύταινα όμως «ξέκοψε» από τη μεγάλη αυτή στρατιά ένα τούρκικο αλλάγι, διάβηκε τον Αλφειό στο «πέρασμα της Πτέρης (πιθανώτατα στη σημερινή θέση «Φτερόλακκα» της Καλλιθέας) κι έφτασε στην Ίσοβα. Εκεί πραγματοποίησε μια τρομερά βέβηλη κι ανίερη πράξη: πυρπόλησε το μεγάλο λατινικό μοναστήρι της Παναγίας, έργο των Κιστερκιανών μοναχών του Κλαιρβώ. Το πλούσιο αυτό μοναστήρι λεηλατήθηκε κυριολεκτικά από τους Τούρκους, οι οποίοι έχουν ως φυλετική τους αδυναμία το πλιάτσικο.
     Από την περιγραφή τους, φαίνεται ότι οι βυζαντινοί βιάζονταν να φτάσουν το συντομότερο στην Ανδραβίδα. Ο πρίγκιπας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος, διαισθανόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης, βρισκόταν στην Κόρινθο, προσπαθώντας να συγκεντρώσει αξιόλογη στρατιωτική δύναμη, για ν' αναχαιτίσει τους βυζαντινούς. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η σπουδή του στρατηγού του DE KATAVAS, να μάθει οπωσδήποτε σε ποιο σημείο βρίσκονται οι δυνάμεις των αντιπάλων του, προκειμένου να τους καθυστερήσει. Αναζητώντας τους από τα μέρη των Κρεστένων, φτάνοντας στο «Αγρίδι της Κουνουπίτσσς», κατόρθωσε να εξακριβώσει τη θέση που είχαν στρατοπεδέψει.
     Υποθετικά μπορούμε να δώσουμε σήμερα τη διαδρομή που έκανε το βυζαντινό αυτό στράτευμα, προκειμένου να φτάσει στην Πρινίτσα. Δηλαδή από την Καρύταινα, ακολούθησε το «παραπόταμον (παραποτάμια) του Αλφέως» - Λιοδώρα - Τριποταμιά - Λυκούρεση (Βασιλάκι) - Πρινίτσα...
     Η φυσική διάπλαση του εδάφους της Πρινίτσας, όπως και της ευρύτερης περιοχής, έχει τη δική της ιδιομορφία. Αποτελείται από πευκόφυτες μικρές και μεγάλες ραχούλες που εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη. Έτσι μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ήταν αρκετά δύσκολη η πορεία της μεγάλης αυτής στρατιάς με τα μέσα της εποχής εκείνης...
     Ο στίχος του «Χρονικού» αναφέρει ότι η κώμη αυτή, έπεφτε σε άβολο και δυσκολοπερπάτητο μέρος:


Όπου ήταν ανάβολον εις το χωρίον Πρινίτσα


(στίχ. 4758)
     Κάποιοι έχουν τη γνώμη ότι το τούρκικο αλλάγι, μετά την καταστροφή του μοναστηριού της Ίσο6ας, δεν ξαναγύρισε στην Καρύταινα, για να ενωθεί με το κύριο σώμα των βυζαντινών, αλλά, προφανώς, για να κερδίσει χρόνο, προχώρησε στην περιοχή της Σκιλλουντίας και έφθασε στην περιοχή της αρχαίας Ολυμπίας. Αυτή όμως πάλι βρίσκεται μακριά από την Πρινίτσα, ώστε δεν βλέπει κανείς να είχαν κανένα ιδιαίτερο όφελος. Αλλά και το «Χρονικόν» δεν αναφέρει διάβαση του Αλφειού, ενώ θα έπρεπε οπωσδήποτε, γιατί η διάβαση του είναι αρκετά δύσκολη κι επικίνδυνη, αφού από την Ολυμπία και κάτω αυτός είναι «πολυϋδρότατος».
     Αλλά και το άλλο. Στα μέρη των Κρεστένων, όπως είδαμε, βρισκόταν αρχικά και ο στρατηγός ντε KATABAS, όπου αντιπροσώπευε προσωρινά τον πρίγκιπα Γουλιέλμο που έλειπε στην Κόρινθο. Ο ΚΑΤΑVAS, καθώς επίμονα αναζητούσε τον στρατό των βυζαντινών στην περιοχή αυτή, εύκολα θα μπορούσε να διαλύσει το μικρό αυτό τούρκικο μισθοφορικό τμήμα, τιμωρώντας το και για την ανίερη πράξη του!.
     Απεναντίας, οι στίχοι του «Χρονικού», λένε ότι ο Φράγκος στρατηγός περπάτησε και αυτός στην παραποτάμια (παραπόταμο) του Αλφειού, ακολουθώντας την «κορφολασίαν», τ' αχνάρια του φουσσάτου των βυζαντινών, ώσπου έφθασε στο Αγρίδι της Κουνουπίτσας που βρισκόταν κοντά στην Πρινίτσα:


Κι ως έμαθεν ότι έσωσαν εκεί σε εις την Πρινίτσαν,


στο παραπόταμο του Αλφέως εσέβη δια να οδεύη


Κι ως ηύρεν την κορφολασίαν εκείνου του φουσσάτου,


εσέβην εξοπίσω τους κι ερχόταν ελάμνοντάς τους.


(στίχ. 4764-67)
     Το «Χρονικόν του Μορέως», όπως είδαμε, μας δίνει τη διαδρομή των βυζαντινών από Καρύταινα στην Πρινίτσα μέσα σε δυο μέρες. Δηλαδή η πρώτη μέρα ήταν από Καρύταινα μέχρι τη Λιοδώρα της Ηραίας και η δεύτερη από τη Λιοδώρα στην Πρινίτσα. Οι υποστηριχτές της άποψης, ότι το τούρκικο αλλάγι κατέβηκε στην περιοχή της Ολυμπίας, επιμένουν ότι η διαδρομή της δεύτερης μέρας είναι μικρή, οπότε πρέπει η Πρινίτσα να βρισκόταν πιο χαμηλά, ίσως και στο Χελιδόνι. Αλλά η μικρή διαδρομή, οφείλεται στην αναμονή, στην καθυστέρηση. Περίμεναν το τούρκικο τμήμα, αποκλείοντας έτσι την άλλη εκδοχή. Άλλωστε η διαδρομή από Λιοδώρα - Τριποταμιά - Πρινίτσα έχει τις ιδιαιτερότητες της, με τις πολλές απότομες κυματιστές ραχούλες και τα πυκνά δέντρα.
     Όλα δείχνουν ότι ο στρατός των βυζαντινών του Μυστρά, όσο και αν ο όγκος του προβλημάτιζε τους Φράγκους, είχε φαίνεται καθαρά αποκοιμίσει τους ιθύνοντες του, που φέρνουν και την ευθύνη της μεγάλης τραγωδίας που ακολούθησε, αφού δεν είχαν λά6ει μέτρα προφύλαξης. Έτσι, καθώς γλεντοκοπούσαν και έπαιζαν «τάβλι και σκάκι», ο ντε KATAVAS πέτυχε μια τέτοια νίκη σε βάρος των βυζαντινών που κυριολεκτικά τους διέλυσε. Φαίνεται ότι κατά την ώρα της αιφνιδιαστικής επίθεσης του, επικράτησε μεγάλος πανικός και σύγχυση στο στρατόπεδο των βυζαντινών, ώστε προσπάθησαν όλοι τους να σωθούν με άτακτη φυγή:


Οι Φράγκοι αποστάθηκαν σκοτώνουν τους εχθρούς τους,


ως είδαν ότι έφυγαν κι έπιασαν τα 6ουνία,


εις τους δρυμώνες έφυγαν εκεί εις την στρατέαν.


(στίχ. 4851-53)
   Ο αδελφός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου, Κωνσταντίνος, ως αρχηγός του στρατού αυτού, πανικοβλήθηκε τόσο, ώστε πρώτος έφυγε μ' ένα τούρκικο άλογο για το Μυστρά, φέρνοντας όμως βαριά τη ντροπή για την ήττα του:


«Το να λέουν ο κάποιος φτωχός και ρεματιάρης


ενίκησεν του Βασιλέως τον αδελφόν εις κάμπον,


και πάλε άλλο χειρότερον, χείρον των χειρότερων,


με τριακόσιους εκέρδισε χιλιάδες δεκαπέντε


(στίχ. 5008-Π)
     Την ανώμαλη διάπλαση της περιοχής και την πορεία που ακολούθησαν οι ηττημένοι, μαρτυρούν οι στίχοι:


εκείθεν εκ την Λέβιτσαν την Κάπελην ανέβη


άγριους τόπους εδιάβηκαν να μην τους εγνωρίσουν


(στίχ. 5120-21)
     Η θέση της Πρινίτσας στο χωριό Βίλλιζα που σήμερα λέγεται Πεύκες (υψόμ. 260), δεν έχει γίνει απ' όλους τους ερευνητές αποδεχτή. Ο καθηγητής Α. ΒΟΝ (όπ. παρ. σελ. 355) υποδεικνύει πως θα έπρεπε να είναι στη δεξιά όχθη του Αλφειού είτε προς την Ολυμπία, όπου η κοιλάδα απλώνεται βόρεια ή στην κοιλάδα του Κλάδεου ή ακόμα και στην πλατειά πεδιάδα της Ολυμπίας που εκτείνεται μέχρι τους λόφους του Σμύλα. «Η μικρή κοιλάδα, γράφει, που βρίσκεται στη Βίλλιζα, δεν προσφέρει τον απαιτούμενο χώρο για τη μάχη».
     Αλλά εδώ, εύκολα μπορεί κανείς να διαφωνήσει με την άποψη αυτή. Δεν θα γινόταν μάχη ανάμεσα σε δυο μεγάλες στρατιές, για να έχει άμεση σχέση με τον ανοιχτό χώρο. Μια επιδρομή «κομμάντος», μπορεί να χαρακτηρισθεί με τα σημερινά δεδομένα, η επίθεση του Φράγκου στρατηγού ντε ΚΑΤΑ\/ΑS. Άσχετα, αν τ' αποτελέσματα της υπήρξαν τρομαχτικά για τους βυζαντινούς. Ο Φράγκος στρατηγός μια τέτοια τοποθεσία αποζητούσε με τους 312 στρατιώτες του, και του ήρθε πολύ βολική, για να κρυβόταν, σε περίπτωση ανάγκης στα γειτονικά δάση. Αυτό ασφαλώς, δεν χρειάστηκε...
     Η μάχη αυτή έχει παραμείνει ιστορική, για τις φοβερές συνέπειες που μπορεί να έχει, για ένα στράτευμα, ο αιφνιδιασμός!
      Έπειτα από τα όσα εκθέσαμε, η θέση της Βίλλιζας που βρισκόταν σε «ανάβολον» μέρος, συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις για τον προσδιορισμό της Πρινίτσας σ αυτήν, όπου το 1263 οι «απρόσεχτοι» βυζαντινοί του Μυστρά υπέστησαν μια πραγματική πανωλεθρία....». (Ανδρέα Δ. Μπούτσικα. Η Φραγκοκρατία στην Ηλεία 1205-1428). Τοπωνύμια – Κάστρα – Ναοί. Τόμος Δεύτερος. Σελ. 73 – 78).
 
     3Β. Η ΠΡΙΝΙΤΣΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΤΕΦ. Ν. ΔΡΑΓΟΥΜΗ «ΧΡΟΝΙΚΩΝ ΜΟΡΕΩΣ. ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΑ – ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ – ΙΣΤΟΡΙΚΑ. ΣΕΛ. 135 – 136».

     «….Το Ε Χ (Ελληνικό χρονικό) παρέστησεν, ως είδομεν, τους Έλληνας κινηθέντας και ελθόντας εις Λιοδώραν, αλλ’ όπως ευθύς μετά τούτο εν στίχοις 4673/4 προσθέση:



Απαύτου εκατέβησαν ολόρθα εις την Πρινίτσαν


έχει κατούνες έπιασαν, έστήσασιν τές τέντες.
     Έδειξεν ούτως, ότι μετ' άνάβασιν προς την Λιοδώραν κατήλθαν πάλιν ολίγον προς κατασκήνωσαν είς την Πρινίτσαν, οπού και το Α Χ (ένθα ανωτέρω) δεικνύει αυτούς μετά την διαπεραίωσιν έλθόντας «χάριν του επιπέδου της χώρας — por amor de los planos και του χόρτου (του προς νομήν) και του ποταμού όστις υπάρχει εκεί».
     «και του ποταμού όστις υπάρχει έκεί». Τούτο ανάγκη να εξαρθή ως σπουδαίον διότι δεικνύει την Pernica παραρρεομένην υπό ποταμού, αλλού προδήλως παρά το «παραπόταμον», δηλονότι τον Άλφειόν.
     Και τω όντι, κατά το μέρος το υπό του ΑΧ δεικνυόμενον, τα λιβάδια και οι κάμποι οι εις χόρτον και χιλήν πλούσιοι, έκτεινόμενοι αμέσως ύποκάτω της Λιοδώρας διαρρέονται υπό δύο ποταμών άνωθεν κατερχομένων, του Λάδωνος (Rouphia) και του παραλλήλως δυτικώτερον κυλίοντος τα ύδατα αύτού Ερυμάνθου (Doana), και τούτου ευθύς μετά την συμβολήν του Λάδωνος εσβάλλοντος είς τον Άλφειόν.
     Εκεί μεταξύ των κωμών Belesi (Μπέλεσι), του τέως δήμου θελπούσης της Γόρτυνος (Χάρτης Γαλλικού επιτελείου και Γενικής Απογραφής της Ελλάδας σελ. 389) και Piri (Πυρί) του τέως δήμου Ηραίας (αυτόθι) ζητητέα η Perinca ή Pernica, ής το υποκοριστικόν ελληνικόν Πιρνίτσα έχει το πρώτον μέρος προσφέρον προς το όνομα Πυρί.
     Αμφότερα ταύτα τα ονόματα Μπέλεσι και Πυρί φαίνονται καταγεγραμμένα εν τη γ' στήλη της σελ. 129 (Territorio di Caritena) υπό του ενετού καταστιχογράφου Alberghetti εν ΒDC : «Belesi και Pir...». Άλλα, κατά παράδοξον τύχην, το μόνον άν' άπασαν την καταγραφήν κενόν έπέπρωτο ένταύθα να συμπέση υπό τεσσάρων στιγμών εν τω έντύπω κειμένω δηλούμενον, άποκρύπτον δ' ούτω το ύστερον μέρος της από Ρίου αρχομένης τοπωνυμίας, ήτις πιθανώτατον φαίνεται ότι σωζομένου αλώβητου του κειμένου έμελλε να παραδώση είς ημάς τοπωνυμικόν Pir(inca) ή Pir(nica) τουτέστι «Πρινίτσα….». (Στεφ. Ν. Δραγούμη. Χρονικών Μορέως. Τοπωνυμικά – Τοπογραφικά – Ιστορικά. Σελ. 135 – 136).
    Και αυτά περί της τοποθεσίας της Πρίνιτσας, Ας δούμε όμως στο σημείο αυτό, μερικά ακόμα στοιχεία για το πώς περιγράφει την διεξαχθείσα μάχη της Πρίνιτσας, ο εν λόγω ιστορικός όπως εξ’ άλλου το ίδιο κάναμε και με τον πρώτο αναφερόμενο, Α. Μπούτσικα.
     Έτσι λοιπόν ο Στ. Δραγούμης περιγράφει την μάχη της Πρίνιτσας ως ακολούθως:
     «…..Εν Πρινίτση τα πράγματα, κατ’ αυτήν την λεπτολόγον περιγραφήν του επί μεταθέσει των χρόνων κατηγορουμένου ΕΧ, (…..Επαναλαμβάνεται και συνεχίζεται  παρακάτω…..)
     [Παρατήρηση Πρώτη:. Εδώ θα πρέπει να καταγράψουμε ότι ο Στ. Δραγούμης τοποθετεί πρώτα την μάχη παρά του χωρίου Σεργιανά της Ανδραβίδας, μάχη που ατύχησε και αυτή, μεταξύ του ιδίου στρατεύματος των Βυζαντινών και του πρίγκιπα Γουλιέλμου πιθανώς γινομένη τον επόμενο χρόνο ήτοι περί το 1264 και κατόπιν την εν λόγω μάχη της Πρίνιτσας. Η μάχη αυτή, των Σεργιανών δηλαδή, καταγράφεται με αυτόν τον τρόπο και από το Αραγωνικό και από το Παρισινό Χρονικό εκτός από το Ελληνικό. Για τούτο και ο Στ. Δραγούμης αναγράφει το «κατηγορουμένου ΕΧ».
     Παρατήρηση Δεύτερη:. Για να μπορέσουμε όμως να παρακολουθήσουμε και να καταλάβουμε την αφήγηση και το σκεπτικό του εν λόγω ιστορικού, ο οποίος κάνει μια σύνθεση όλων των γνωστών μέχρι τώρα «Χρονικών», παραθέτουμε μερικές βραχυγραφίες ή άλλως συντετμημένες λέξεις όπως τις καταγράφει ο ίδιος στην αρχή της έκδοσής του. Έτσι λοιπόν έχουμε:
ΑΧ. Αραγώνειον Χρονικόν
ΕΧ. Ελληνικόν Χρονικόν
ΓΧ. Γαλλικόν Χρονικόν
Κοπ. ή Κ. Κοπενχάγιος Κώδηξ
Π ή Παρ. Παρισινός Κώδηξ
Τ. Ταυρίνιος Κώδηξ
ΧΓΕ. Χάρτης Γαλλικού Επιτελείου (Ο πρώτος επίσημος χάρτης της Ελλάδας συνταχθείς περί του 1829 από χαρτογράφους Γαλλικού επιτελείου).
Γ.Α.Ε. Γενική απογραφή της Ελλάδος
BDC. Breve Descrizzione Corografica del Peloponneso, Don PierAntonio Pacifico, Venezia 1704. (Η γνωστή απογραφή του Pacifico περί το 1700 μ.Χ.).
     Για να μην ξεφύγουμε όμως από το θέμα μας συνεχίζουμε την περιγραφή της μάχης της Πρίνιτσας από την έκδοση του παρόντος ιστορικού ερευνητή και συγγραφέα).
     Λέγαμε λοιπόν,
     «….Εν Πρινίτση τα πράγματα, κατ’ αυτήν την λεπτολόγον περιγραφήν του επί μεταθέσει των χρόνων κατηγορουμένου ΕΧ, ήσαν διατεταγμένα ούτω: Επάνω μεν,


                            (Παρ.) 4757]8


                             Ό (Μέγας Δομέστικος) στην τένταν του εκάθετον,


                             όπου ήτον εις άνω βουνόν, είς το χωρίον Πρινίτσας,
είς θέσιν ούτω περίοπτον, ώστε κάτωθεν από του πεδίου ερχόμενος «ό μισέρ Τζάς» ό Καταβάς, διέκρινε την σκηνήν και άνυπομόνως έσπευδε ν’ άνέλθη είς έφοδον κατ’ αυτού (4753, 4784]6). Κάτω δε, εις το πεδίον της Πρινίτσας, εις τους κάμπους έκεινούς, ους οί μετά του μπαΐλου Ιωάννου Καταβά από της κλεισούρας «Άγριδίου Κουνουπίτσας» ερχόμενοι είδον  «γεμάτους τα φουσσάτα» (Ε Χ 4708[10), εκεί οπού ύστερον ο αδελφός του αυτοκράτορος απαρηγόρητος προς τους φίλους έλεγεν ότι ησχύνετο να λέγηται περί αυτού, ότι
                              (Κοπ.) 5008]9 :


                             .................... κάποιος φτωχός και ρεματιάρης


                             ένίκησε του βασιλέως τον άδελφόν εις κάμπον,
εκεί κάτω είς το πεδίον χίλιοι ιππείς προσταχθέντες υπό του σεβαστοκράτορος,—και υπ’ άρχηγόν τίνα;—έπέπεσαν κατά των υπό τον μπάϊλον τριακοσίων δώδεκα (ΕΧ) ή τριακοσίων (ΑΧ), ταχέως δ' ενδόντες εις την έρρωμένην των Φράγκων άντίστασιν και είς φυγήν τραπέντες έθερίζοντο υπό τούτων «ως ο φάλκος (το δρέπανον δηλαδή θερίζει) το λιβάδι». Ή μάχη διήρκει από πρωίας, εκεί δ’ όπου έκάθητο ο Παλαιολόγος από της σκηνής αυτού έχων το «βλέμμα αδιάλειπτα προς το φουσάτον» (στ. 4807), «οι Φράγκοι άπεσώσασιν ώρα μεσημερίου» (στ. 4804).


                            (Κοπ.) 4812|26 :


                             Και ούτως ωσάν έστήκετον κ' έθεώρει τα φουσσάτα,


                             άφνίδια έφάνησαν εκεί τα φλάμουρα των Φράγκων.


                             ……………………………………………………..


                             Εκεί στην τέντα έρχόντησαν, πού έβλέπασιν το σκήπτρον


                             του βασιλέως του άδελφού, ………………………


                             Στριγγήν φωνίτσαν έσυρεν, μεγάλη ως έδυνάστη,


                             εκείνων των παιδοπούλων, οπού ήσαν μετ' εκείνον


                             «Μωρέ, φέρε το ίππάρι μου, μωρέ, τον τουρκομάνον,


                             θεωρείτε φλάμουρα Φραγκών, οπού μας έπετρώσαν!»


                             Κ’ εκείνοι ως είδαν τα σπαθία, γυμνά εξελαμπρισμένα,


                             ……………………………………………………


                             ό κατά είς έσπούδαζεν να σώση τον ένιαυτόν του'


                             όλοι είς φυγίον έβάλθησαν ένθα ημπόρει ό καθένας.
Άλλ' εύρέθη και τις


                             4826[33


                             ..... φρόνιμος που αγάπα την τιμήν του,


                             έδραμε, ήφερεν άλογον οπού έστηκεν στρωμένον,


                             ……………………………………………………


                             έβοήθησε τού άφέντου του πηδά καβαλλικεύει.


                             Ό κάποιον ηύρεν εκεί άνθρωπον γαρ τού τόπου,


                             όπου έξευρε κι άπείκαζεν το μέρος της Πρινίτσας.


                             Εκείνος τον ώδήγεψεν καί συντροφίαν του έποίκεν


                             εκείθεν εκ την Λέβίτσαν στην Κάπελην άνέβη.
Και τοιαύτη μεν ή επάνω, εις το χωρίον Πρινίτσαν, οίκτρά είκών. Κάτω δε, εις τον κάμπον τής Πρινίτσας, όπου ήσαν των 'Ρωμαίων τα φουσσάτα


                             (Κοπ.) 4838]53


                             το ίδεϊ τους Φράγκους ότι έσωσαν στην τέντα τού (Δομεστίκου).


                             κι άπέδειραν κ' έρρίξασιν του βασιλέως το σκήπτρον,


                             όλοι άποκεφαλίστησαν, έβάλθησαν να φεύγουν·


                             ο είς τον άλλον ούκ έβλεπεν το πόθεν ύπαγαίνει.


                             ………………………………………………………


                             Οι Φράγκοι άποστάθησαν σφάζοντα τους Ρωμαίους·


                             έμποδον μέγαν ηύρασιν τα δάση της Πρινίτσας,


                             τους κάμπους έκείνους τους σκληρούς καί πολλά δασωμένους..


                             Εκεί έγλύτωσαν οί Ρωμαίοι, όσοι έδράμαν κ' έμπηκαν


                             ………………………………………………………


                             Οί Φράγκοι άποστάθησαν σκοτώνων τούς έχτρούς τους,


                             κι. ως είδαν πάλε ότι έφυγαν κ' έπιάσαν τα. βουνία,


                             είς τους δρυμώνες έφυγαν εκεί πρός τον στρατέαν [(1) 
(1) Ούτω, «τον [Σ]τρατέαν, ουχί «την στράταν», ως εν στίχοις 505, 5Ι3 648…… Περί Στρατίας τής Ομηρικής πόλεως ιδέ έν Άρκαδικής Έπετηρίδος (Τάκη Κανδηλώρου) 1903, σελ. 184 - 5.].
                             (Παρ.) 4854 άφήκαν να τους διώχνουσιν έστράφηκαν όπίσω.
     Ούτω φευγόντων των εν τω πεδίω φουσσάτων, ή δίωξις έγίνετο εύνοήτως πρός ανατολάς, επί του ύπεράνω της Ήραΐας[(1)  (1) Κάτω έμπόδιον ο ποταμός όρεινού εδάφους, έξηκολούθησε δε, κατά το ΕΧ, μέχρι Σερβίων. ]


                             (Παρ.) 4859]62 :


                             Οί Φράγκοι γαρ έμείνασιν έτότε είς τα Σέρβια


                             έπεί αν ήθελαν να έλθούν να μείνουν παρακάτου,


                             ούδέν έδύνονταν να ύπάν ότ' ήσαν κοπιασμένοι,
                             καί δια το κέρδος το πολύ το είχασι κερδίσει[(2). (2) Τα λάφυρα δηλονότι, άτινα ήσαν (ΕΧ) 1000 ή (ΑΧ) 2000 ίπποι, αι σκηναί καί αλλά πάμπολλα· τοσαύτα δ’ ήσαν τα εγκαταλελειμμένα ώστε και οι περίοικοι έδραμον είς διαρπαγήν (ΕΧ).].
     Τούτων δε των Σερβίων το όνομα επί μεν του ΧΓΕ ευρίσκομεν μικρόν ύπεράνω της πρωτευούσης του τέως δήμου Ήραίας, Πάλουμπα (Paloumba) ούτω γεγραμμένον : Servoi== Σέρβοι, εν δε ΓΑΕ βλέπομεν ύπ' άρ. 23 μνημονευόμενον ως χωρίον του δήμου έκείνου είς όν ανήκει και το Πυρί (μετά κατοίκων 749) ούδετέρως εις ένικόν Σέρβον, και εν τω ΒDC (Prov. Messenia, territ. Caritena σ. 129) διεστραμμένον είς Χervo. [(4). (4) Το Χ ένταύθα ισοδύναμον προς S ή Ζ.].
     Ό δε αδελφός του βασιλέως ύπό την έμπειρον όδηγίαν συνοδού «ανθρώπου τού τόπου, όπου έξευρε κι άπείκαζεν το μέρος της Πρινίτσας», άπελθών έσπευσμένως,


                             (Κοπ.) 4833]6


                             εκείθεν εκ την Λέβιτσαν, στην Κάπελην άνέβη,


                             άγρίους τόπους έδιά6ησαν να μη τούς έγνωρίσουν,


                             και τόσα απήλθαν φρόνιμα μετά έπιδεξιωσύνης,


                             στον Μυζηθράν τόν έσωσεν όπου πολλά έπεθύμα……..»
(Στ. Ν. Δραγούμη. Χρονικών Μορέως. Τοπωνυμικά – Τοπογραφικά – Ιστορικά. Σελ. 168 – 171).
 
     3Γ.  ΛΟΙΠΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΡΙΝΙΤΣΑΣ
     Είδαμε μέχρι τώρα πως οι δύο ιστορικοί καταγράφουν την μάχη της Πρίνιτσας. Όμως στις καταγραφές αυτές, που μόλις παραθέσαμε, οι δύο αυτοί ιστορικοί αναφέρονται σε κάποιες ακόμα τοποθεσίες της μάχης, που θα ήταν δύσκολο και σε εμάς να μην αναφερθούμε και τούτο για να μπορέσουμε να έχουμε μια περισσότερο πληρέστερη εικόνα της τοποθεσίας και των γεγονότων που έλαβαν χώρα σε αυτήν. Έτσι λοιπόν αφού είδαμε το ποια είναι η πιθανή τοποθεσία του χωριού «Σέρβου» κατά Στ. Δραγούμη, ας δούμε στο σημείο αυτό τι έχει να μας πει ο Αν. Μπούτσικας μέσα από την έκδοσή του. Η εν λόγω έκδοση λοιπόν για το χωριό Σέρβου αναφέρει:
     «…Τα Σέρβια. Είναι μια απ' τις δυσκολότερες μεσαιωνικές τοπωνυμίες της περιοχής μας. Το «Χρονικόν», με την ασάφεια του στο σημείο αυτό, δεν βοηθεί στον εντοπισμό της, ούτε επίσης και άλλη πηγή την αναφέρει.
     Ο Κολονάρος σημειώνει ότι δεν είναι δυνατόν να ταυτισθούν με το χωριό Σέρβου της Γορτυνίας (Πρβλ. Δραγούμη, σελ. 171). Ακόμα δεν μπορούμε να υποστηρίζουμε ότι ταυτίζονται με τα γειτονικά Σερβιανά ή Σεργιανά. Ο BUCHON κοντά στα Σέρβια τοποθετεί το Περιγάρδι:


Στο Περιγάρδι ήλθασιν εκεί προς το Βλυζήρη.


Αφ' ότου γάρ εσώσασιν εκείσε εις τα Σέρ6ια.


                                                   (στίχ. 5204)05)
     Βέβαια, δεν υπάρχει ορατή σχέση με τα Σέρβια της Κοζάνης. Είναι τοπωνύμιο καθαρά του ηλειακού χώρου, αλλά αδυνατούμε να κάνουμε την παραμικρή υπόθεση, για τον προσδιορισμό της τοποθεσίας τους.
     Είναι κι αυτό από τα «νεκρά» τοπωνύμιο της περιοχής μας....». (Ανδρέα Δ. Μπούτσικα. Η Φραγκοκρατία στην Ηλεία 1205-1428). Τοπωνύμια – Κάστρα – Ναοί. Τόμος Δεύτερος. Σελ. 103).
     Ένα ακόμα τοπωνύμιο που αναφέρεται στην εν λόγω μάχη είναι και το «Αγρίδι της Κουνουπίτσας». Για το μικροτοπωνύμιο αυτό, οι σχετικές και ανάλογες καταγραφών των εν λόγω εκδόσεων αναφέρουν:
     «….Τ ο Α γ ρ ί δ ι  Κ ο υ ν ο υ π ί τ σ α ς. Ηταν μια στενή διάβαση μάλλον κοντά στην Πρινίτσα. Αναφέρεται μια μόνο φορά από το «Χρονικόν του Μορέως», λίγες ώρες πριν αρχίσει η μάχη της Πρινίτσας, όταν διαλύθηκε ο στρατός των Βυζαντινών.
     Ο στρατηγός JEAN DE KATAVAS, προσπαθώντας να εντοπίσει την κατασκήνωση των βυζαντινών στρατιωτών, έφθασε σε μια κλεισούρα που το «Χρονικόν» την προσδιορίζει κοντά στο Αγρίδι της Κουνουπίτσας:


Κι όταν ήλθεν κι απόσωσεν εις οκάτι μικράν κλεισούραν


εκεί πλησίον, το λέγουσιν στο Αγρίδι Κουνουπίτσας.


                                                                 (στίχ. 4708 - 4709)
Από την περιγραφή του «Χρονικού» συμπεραίνει κανείς ότι η διάβαση αυτή βρισκόταν μεταξύ Ίσο6ας και Πρινίτσας,, δεξιά του Αλφειού και κοντά στην τελευταία. Δεν είναι όμως γνωστή σήμερα η θέση του. Το Αγρίδι, όπως σημειώνει ο Π. Καλονάρος, απαντάται και ως τοπωνύμιο….». (Ανδρέα Δ. Μπούτσικα. Η Φραγκοκρατία στην Ηλεία 1205-1428). Τοπωνύμια – Κάστρα – Ναοί. Τόμος Δεύτερος. Σελ. 105).
     Για το «Αγρίδι της Κουνουπίτσας» ο άλλος ιστορικός, ο Στ. Δραγούμης δηλαδή, απλώς κάνει μια αναφορά λέγοντας ότι: «….κατά ταύτα εν τοις άνω στίχοις του ΕΧ έχομεν Αγρίδιον όνομα κατωκημένου τόπου, «αποδιαιρέσεως μερικώς μεγάλου χωρίου» του φέροντος όνομα «Κουνουπίτσα»…» χωρίς περαιτέρω σχόλια μιας και όνομα χωριού «Κουνουπίτσα» όπως μας πληροφορεί ο ίδιος, «…έν μόνον απαντά, τούτο δε πολύ μακράν του Αλφειού, εν τη Τροιζηνία….».
     Μιας και ο λόγος περί διαβάσεων του Αλφειού να αναφερθούμε σε μια ακόμα η οποία θα μας βοηθήσει στην πορεία της ανάλυσής μας. Το πέρασμα αυτό του Αλφειού ήταν ένα πέρασμα με την ονομασία «το πέρασμα της Πτέρης». Για το πέρασμα λοιπόν της Πτέρης η αντίστοιχη αναφορά έχει ως εξής:
     «το πέρασμα της Πτέρης…. Όπως φαίνεται, «το πέρασμα της Πτέρης» όσον και το «παραπόταμον του Άλφεως», βρισκόνταν στην περιοχή της Ίσοβας και πριν τη συμβολή των δυο μεγάλων παραποτάμων του Λάδωνα και Ερύμανθου….
     ….Ο Δραγούμης υποστηρίζει ότι το «πέρασμα της Πτέρης» βρισκόταν πιο κάτω από το χωριό Πυρί και ότι μεταξύ των χωριών Μπέλεσι και Πυρί του δήμου Ηραίας της επαρχίας Γορτυνίας, πρέπει ν’ αναζητηθεί και η Πρίνιτσα. Κανείς όμως από τους ερευνητές δεν συμφωνεί, όπως θα δούμε, με την άποψη αυτή. Και οι δυο διαβάσεις του Αλφειού, εντοπίζονται στην περιοχή της Ίσοβας….
     ….Το «πέρασμα της Πτέρης» πρέπει να τοποθετηθεί στην σημερινή τοποθεσία «Φτερόλακκα» της Καλλιθέας στην επαρχία Ολυμπίας και κοντά στον παραπόταμον….». (Ανδρέα Δ. Μπούτσικα. Η Φραγκοκρατία στην Ηλεία 1205-1428). Τοπωνύμια – Κάστρα – Ναοί. Τόμος Δεύτερος. Σελ. 71/72/73).
     Τέλος κλείνουμε την αναφορά μας για την μάχη της Πρίνιτσας και τα γύρω από αυτήν αναφερόμενα τοπωνύμια ή άλλες τοποθεσίες, με ένα σημαντικό και τούτο ας το προσέξουμε όλως ιδιαιτέρως, τοπωνύμιο ή μάλλον για μια ευρύτερη αγροτική περιοχή η οποία φέρεται με το όνομα «Κάπελη». Η σχετική καταγραφή για την περιοχή αυτή έχει ως εξής:
     «….Είς την Κάπελην. Το όνομα τούτο αδιάφθορον φέρει σήμερον οροπέδιον επίμηκες εν Ηλεία δεσπόζον εκτάσεως περιρρεομένης υπό δύο ποταμίων κλάδων, ένθεν μεν (ΝΔ) του παρά τα εν τω ΧΓΕ δεικνυόμενα υπό το όνομα Πύλος (Ρylos) ερείπια αρχαίας πόλεως διερχομένου ήλειακού Λάδωνος (Ladon), ένθεν δε του υπό το όνομα riviere de Vervini (Βερβίνη) εν τω χάρτη φερομένου. Έχει δε ο ΧΓΕ: Kapellis πλημμελώς εκ της γενικής, αντί Kapelli==Κάπελη (ή). Κατά ταύτα ανακριβής ελέγχεται ή εν Ιnd. οf Geogr.. Ναmes III επί της λέξεως «Κάπελη» σημείωσις του εκδότου του ΕΧ, ότι το οροπέδιον τούτο γειτνιάζει προς τον ποταμόν Doana (Έρύμανθον)…..». (Στεφ. Ν. Δραγούμη. Χρονικών Μορέως. Τοπωνυμικά – Τοπογραφικά – Ιστορικά. Σελ. 172).
     Για την εν λόγω περιοχή υπάρχει απόλυτη ταύτιση και στις δύο αναφερόμενες εκδόσεις, καθόσον και ο Α. Μπούτσικας τοποθετεί το εν λόγω τοπωνύμιο στην ίδια περιοχή της Φολόης. Μια μικρή αναφορά που κάνει για έναν λόφο της περιοχής αυτής, της Κάπελης δηλαδή, είναι η ακόλουθη: «....ο λοφίσκος αυτός είναι η τελευταία παραφυάδα του ορεινού συγκροτήματος της Φολόης (Κάπελης), κι από τους πρόποδες του κάτω νότια και δυτικά απλώνεται ο αλφαδοστρωμένος κάμπος της Γαστούνης....». (Ανδρέα Δ. Μπούτσικα. Η Φραγκοκρατία στην Ηλεία 1205-1428). Τοπωνύμια – Κάστρα – Ναοί. Τόμος Δεύτερος. Σελ. 138).
     Αντίθετα ο Π. Καλονάρος γίνεται περισσότερο σαφής για την Κάπελη και ο οποίος μας δίνει την ακόλουθη αναφορά: «....Ως προς την Κάπελην, αύτη και σήμερον εισέτι είναι δασώδης περιοχή της Ηλείας και εν μέρει της Γορτυνίας, διαρρεομένη και υπό του παραποτάμου του Αλφειού Ερυμάνθου, όπου τα χωρία Ανδρώνιον, Γιάρμενα, Κακοτάρι, Κλειντιά, Κούμανι κ.λ.π. του δήμου Λαμπείας, του νομού Ηλείας....». (Π. Π. Καλονάρου. Το χρονικόν του Μορέως. Σελ. 203).
 
     3Δ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑ
     Αυτές ήταν οι δύο βασικές και κατά τρόπον τινά οι αναλυτικές καταγραφές, για την μάχη και την τοποθεσία της Πρίνιτσας. Ο μεν πρώτος ερευνητής, όπως είδαμε, (Ανδρέας Δ. Μπούτσικας) τοποθετεί το τοπωνύμιο αυτό στην περιοχή του χωριού Βύλλιζας, σήμερα Πεύκας, του νομού Ηλείας, ενώ ο δεύτερος (Στεφ. Ν. Δραγούμης) ταυτίζει την Πρίνιτσα με το σημερινό χωριό Πυρί ή Πυρρής του Δήμου Ηραίας.
     Βέβαια μέσα από τις δύο αυτές βασικές εκδόσεις είδαμε και τις απόψεις πολλών ακόμα ιστορικών ερευνητών της εποχής και της περιοχής της μάχης. Το να προσθέσουμε μια ακόμα λοιπόν, πιστεύουμε ότι θα ωφελήσουμε ακόμα περισσότερο την ιστορική επιστήμη για τους μελλοντικούς ερευνητές.
     Προτού όμως κάνουμε αυτό, ας προσθέσουμε μια τελευταία και ήδη υπάρχουσα καταγραφή για την μάχη της Πρίνιτσας από το έργο του William Miller με τίτλο: «Η Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα 1204 – 1566), έτσι όπως αυτό έχει μεταφραστεί από τον Σπυρ. Π. Λάμπρο. Η σχετική αναφορά για την μάχη της Πρίνιτσας έχει ως εξής: «....Ηγούντο δε νύν οι στρατηγοί του αυτοκράτορος εξακισχιλίων ιππέων και μεγάλης πεζικής στρατιάς’ διό διήρεσαν το ιππικόν εις δεκαοκτώ ίλας και διέταξαν επέλασιν κατά της πρωτευούσης των Φράγκων, της Ανδραβίδας. Μεταβαλόντες δε την αγοράν της Βελιγοστής εις καπνίζοντα ερείπια, αντιπαρήλθον την Καρύταιναν, και, οδηγούμενοι υπό τινων των Σλάβων των Σκορτών, έφθασαν εις την Πρίνιτσαν ου μακράν της Ολυμπίας, πυρπολήσαντες καθ’ οδόν την λατινικήν μονήν της Παναγίας της Ίσοβας, ής τα γοτθικά παράθυρα δεσπόζουσι μέχρι σήμερον της κοιλάδος του Αλφειού, όν οι Φράγκοι εκάλουν Charbon. Κατά δε την Πρίνιτσαν συνήντησαν μικρόν σώμα τριακοσίων δώδεκα Φράγκων υπό την αρχηγίαν του Ιωάννου Καταβά, συζύγου της δεσποίνης, μεθ΄ ής είχε δραπετεύσει ο Γοδοφρείδος de Bruyeres, ανδρείου αλλ’ υπό ρευματισμών πάσχοντος μαχητού, όν ο ηγεμών είχεν αφήσει τοποτηρητήν διαρκούσης της εν Κορίνθω απουσίας αυτού. Παρά δε την σμικρότητα των υπ’ αυτόν δυνάμεων και την ιδίαν εαυτού ασθένειαν, ήτις εκώλυεν αυτόν από του να κρατή ξίφος ή ακόντιον, διέταξε να δέσωσι σφιγκτώς εις την χείραν αυτού την σημαίαν του ηγεμόνος την φέρουσαν αγκυρωτόν σταυρόν των Βιλλαρδουίνων, και, αναμιμνήσκων τους περί αυτόν άνδρας, ότι ήσαν Φράγκοι, οι δ’ εχθροί αυτών άνδρες ποικίλων εθνών, παρώρμησεν αυτούς να περιβληθώσι κλέος, όπερ έμελλε να διαρκέση
Εως ότου στήκει η κιβωτός ‘στο Αραράτ το όρος
Και εφαίνετο μεν απολεσθέν μεταξύ των Ελλήνων το μικρόν στίφος των Φράγκων, άλλ’ έκοπτον τους εχθρούς δια των ξιφών, καθ’ ά δρέπανον την χλόην του λειμώνος (ως φάλκος το λιβάδι), εν ώ ο αρχηγός αυτών, τραπείς ευθύ πρός την απωτέρω κειμένην σκηνήν του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, εφάνη εις τους δεισιδαίμονας Έλληνας ως αυτός ο άγιος Γεώργιος, οδηγών τους Φράγκους εις την νίκην. Και τίνες μεν έλεγον, ότι τα γινόμενα ήσαν εκδίκησις της Θεοτόκου δια την ιεροσυλίαν της μονής της Ίσοβας, άλλοι δε, ότι ήσαν ανταπόδοσις της επιορκίας του αυτοκράτορος, ο δε Κωνσταντίνος έσπευσε νάναβή τον ταχύν τουρκικόν αυτού ίππον και να φύγη χάριν διασώσεως της ιδίας της ζωής δια πλαγίων ατραπών εις τον Μυστράν, αφήσας τους περί αυτόν άνδρας να διασωθώσιν εις τα δάση....». (William Miller. Η Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα 1204 – 1566. Σελ. 177 – 178).
     Τέλος με την αναφορά αυτή, κλείνουμε τις υπάρχουσες αναφορές και καταγραφές για την «ΛΕΒΙΤΣΑ» και παράλληλα για την «ΠΡΙΝΙΤΣΑ» και την μάχη που έγινε στην τοποθεσία αυτή περί το 1263, μεταξύ των Βυζαντινών με αρχηγό τον αδελφό του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Η’ Παλαιολόγο, Κωνσταντίνο και των Φράγκων της Πελοποννήσου. 

     3Ε. ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΠΡΙΝΙΤΣΑΣ ΠΕΡΙ ΤΟ 1263 ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΥΤΗΝ
     Για να γίνουν περισσότερο κατανοητά τα μέρη και οι τοποθεσίες που μέχρι τώρα αναφέρθηκαν, από τους δύο αυτούς ιστορικούς, παραθέτουμε στην συνέχεια έναν χάρτη της ευρύτερης περιοχής, όπου έχουμε σημειώσει και μπορείτε να δείτε τις αναφερόμενες τοποθεσίες και τα ανάλογα τοπωνύμια.
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου